μεταφορά
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ἡ,
A transference, Nicom.Com.1.35; of ownership, BGU 1127.37 (i B. C.). 2 transport, haulage, Hero Bel.102.11 (pl.); οἴνου POxy.729.24 (ii A. D.). 3 change, phase of the moon, Plu. 2.923c. II Rhet., transference of a word to a new sense, metaphor, Isoc.9.9 (pl.), Arist.Po.1457b6, Rh.1410b36, Epicur.Nat.28.5, Plu.Cic.40, Demetr.Eloc.78 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 156] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορά: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταφέρειν, μετακομίζειν, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 35. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, μεταφορὰ λέξεώς τινος εἰς νέαν σημασίαν, μεταφορικὸς τρόπος τοῦ λέγειν, τροπικὴ ἔκφρασις, μεταφορά, Λατ. translatio, Ἰσοκρ. 190D, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 21, 7, Ρητ. 3. 10, 7, κ. ἀλλ.