κύβος

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβος Medium diacritics: κύβος Low diacritics: κύβος Capitals: ΚΥΒΟΣ
Transliteration A: kýbos Transliteration B: kybos Transliteration C: kyvos Beta Code: ku/bos

English (LSJ)

[ῠ, v. sub fin.], ὁ,

   A cube, Ti.Locr.98c; esp.cubical die, marked on all six sides, mostly in pl., dice, Hdt.1.94, etc.; κύβων βολαί S. Fr.429; ἐν πτώσει κύβων Pl.R.604c; περὶ κύβους τὰς διατριβὰς ποιούμενοι Lys.16.11: prov., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κ., i.e. God's work is no mere chance, S.Fr.895; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Id.Rh.183: later in sg., οἶδ' ὅτι ῥιπτῶ πάντα κύβον κεφαλῆς . . ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24 (Phld.); τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίψων κύβον Plu.Fab.14, cf. Luc.Pr.Im.16; ἐφ' ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Id.Harm.3; ἀνερρίφθω κ., Lat.jacta esto alea, Men.65.4, Plu.Caes. 32; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι try one's luck for the last time, Id.Cor. 3.    2 of the single pips on the dice, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα he has thrown two aces and a four, E.Fr.888: prov., τρὶς ἓξ . . ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν 'all or nothing', Pl.Lg.968e, cf. Pherecr. 124.    3 in pl., gaming-table, Hermipp.27.    II cubic number, Pl. R.528b, Arist.APo.76b8.    III anything of cubic shape: vertebra, Rhian.57.    2 block of stone, PCair.Zen.276 (iii B.C.); of wood, IG22.463.57, 7.3073.187 (Lebad., ii B.C.).    3 piece of salt fish, Alex.187.4.    4 kind of cubic cake, Eup.424, Heraclid. ap. Ath.3.114a.    5 hollow above the hips of cattle, Simaristus ib.9.399b.    6 part of an irrigation-machine, BGU1546 (iii B.C.), PLond.3.1177.216 (ii A.D.). [κῦβος only in late Poets, AP14.8; coebus Aus.Idyll.11.3.]

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, 1) cubus, Würfel; bes. – a) der Würfel zum Würfelspiel, welcher auf allen sechs Seiten bezeichnet ist (der αστράγαλος war nur auf vier Seiten bezeichnet); Her. 1. 94; ἐν πτώσει κύβων Plat. Rep. X, 404 c; Sp. – Auch die mit Eins bezeichnete Sein des Würfels, ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβους βάλλοντες Plat. Legg. XII, 968 e, vgl. Aesch. frg. 130 u. Poll. 9, 95. – Κύβον ἀναῤῥίπτειν wird oft übertragen gebraucht, den Würfel werfen, wagen, aufs Spiel setzen; ἀπειρίᾳ καὶ θρασύτητι τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναῤῥίψων κύβον Plut Fab. 14; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, sein Glück zum letzten Male versuchen. Coriol. 3; so auch a. Sp.; πάντα κύβον ῥιπτῶ κεφαλῆς αἰὲν ὕπερθεν ἐμῆς Philodem. 16 (V, 25); δεδογμένον τὸ πρᾶγμα, ἀνεῤῥίφθω κύβος, alea jacta esto, es sei gewagt, Ath. XIII, 559 e; Plut. Caes. 32 u. A. – Aehnl. ἔργον δ' ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ, Ares wiro entscheiden, Aesch. Spt. 396; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπ τουσιν οἱ Διὸς κύβοι Soph. frg. 763; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Eur. Rhes. 182. – Κύβοι, der O rt, wo man Würfe spielt, Hermipp. bei Schol. Ar. Vesp. 672, s. Mein. – b) ein kubischer Körper; Plat. Rep. VII, 528 b; Math.; auch = Kubikzahl. – Auch von anderen Dingen; kubische Brote, Ath. III, 114 a; Stücke gesalzener Fische, Alexis bei Ath. VII, 324 c. – 2) die Höhlung vor der Hüfte beim Vieh, Ath. IX, 399 a. – [Κῦβος steht Ep. ad. 454 b (XIV, 8).]

Greek (Liddell-Scott)

κύβος: ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον μετὰ ἓξ πλευρῶν, κύβος, Τίμ. Λοκρ. 98C· κύβος τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ αὐτοῦ πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, ὅστις ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς εἰκός) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, ἤτοι τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― μετέπειτα ἐν τῷ ἑν., οἶδα ὅτι ῥίπτω πάντα κύβον κεφαλῆς... ὕπερθεν ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω κύβος, jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. Καῖσαρ 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν στίγμα, βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «τρία ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. προσέτι = τράπεζα κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κυβικὸν ἔχον σχῆμα, σπόνδυλος, ὡς τὸ ἀστράγαλος, Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180. 2) τεμάχιον παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. κύβιον. 3) εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος σχῆμα κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι ὑπεράνω τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.