εἰρωνεία
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἡ,
A dissimulation, i.e. ignorance purposely affected to provoke or confoun danantagonist, a mode of argument used by Socrates against the Sophists, Pl.R.337a, cf. Arist.EN1124b30, Cic.Acad. 2.5.15: generally, mock-modesty, opp. ἀλαζονεία, Arist.EN1108a22; sarcasm, Hermog.Id.2.8, al.; understatement, Phld.Lib.p.130. II pretence, assumption, when a person at first appears willing, but then draws back, D.4.7; τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν ib. 37. III generally, dissembling, Ph.1.345 (pl.), al. 2 pretext, PSI5.452.23 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, Verstellung im Reden, wenn Einer sich stellt, als wisse er Etwas nicht, was er weiß, bekanntlich die gew. Waffe, mit der Sokrates die Sophisten bekämpfte; Plat. Rep. I, 337 a; Arist. Eth. 4, 8, 13, der es Rhet. 2, 7 der ἀλαζονεία entgegensetzt, wie B. A. p. 243 u. Plut. Fab. 11. Nach Theophr. char. 1 προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων. Bei Dem. 4, 7 von dem, der sich seiner Pflicht unter mancherlei Vorwänden entzieht, vgl. prooem. 14. – Bei den Rhett. die Figur der Ironie.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνεία: ἡ, προσποίησις, προσπεποιημένη ἄγνοια πρὸς ἐξερέθισιν ἢ σύγχυσιν ἀντιπάλου· τρόπος συζητήσεως, ὃν μετεχειρίζετο ὁ Σωκράτης ἐναντίον τῶν σοφιστῶν, Πλάτ. Πολ. 337Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Κικ. de Or. 2. 67· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀλαζονείαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12· πρβλ. προσποίησις ἐν τέλει. ΙΙ. πᾶν προσποιητόν, ὑπόκρισις, προσποίησις, ὅταν τις κατὰ πρῶτον φαίνηται ὅτι εἶναι πρόθυμος καὶ ἀκολούθως ἀποσύρεται, Δημ. 42. 7· τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν (κοινῶς ῥᾳθυμίαν) ὁ αὐτ. 50. 27.