στεφάνωμα

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωμα Medium diacritics: στεφάνωμα Low diacritics: στεφάνωμα Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ
Transliteration A: stephánōma Transliteration B: stephanōma Transliteration C: stefanoma Beta Code: stefa/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001; βωμῶν Pi.I.4 (3).62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον σ. S.OC684 (lyr.); σ. πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant.122 (lyr.).    2 a crown as the prize of victory, Pi.P.12.5; σελίνων Id.I. 2.15.    3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.    4 plants used for making garlands, Cratin. 150, Thphr.HP6.6.1, cf. Ath.15.672f, Hsch.    II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4; παγκρατίου Id.I.4(3).44(62); παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων as a reward for... E.HF355 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 940] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα, Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch στεφάνωμα μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.

Greek (Liddell-Scott)

στεφάνωμα: [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, στέμμα, στέφανος, Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν ἀρχαῖον στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) στέφανος ὡς βραβεῖον νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ τόπος ἔνθα στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο χρῆσις εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, κόσμημα, τιμή, δόξα, πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις.., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.