λατρεύω
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
Elean λατρείω (q.v.),
A work for hire or pay, Sol. 13.48: to be in servitude, serve, X.Cyr.3.1.36; παρά τινι Apollod.2.6.3. 2 λ. τινί to be subject or enslaved to, S.Tr.35, etc.: c. acc. pers., serve, E.IT1115 (lyr.), f.l. in Id.El.131: metaph., λ. πέτρᾳ, of Prometheus, A.Pr.968; μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν S.OC105; λ. νόμοις obey, X.Ages.7.2; λ. καιρῷ, = Lat. temporibus inservire, Ps.-Phoc.121; τῷ κάλλει λ. to be devoted to... Isoc.10.57; λ. ἡδονῇ Luc.Nigr.15. 3 serve the gods with prayers and sacrifices, λ. Φοίβῳ E.Ion152 (lyr.): c. acc. cogn., πόνον λ. τινί render due service, ib.129 (lyr.); πόνον . . τόνδ' ἐλάτρευσα θεᾷ IG2.1378.
German (Pape)
[Seite 18] um Sold, Lohn dienen, Sol. 5, 47; τινί, Soph. Tr. 35, μοχθοῖς λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν, O. C. 105; Eur. Cycl. 24 u. öfter, der es auch wie θεραπεύω mit dem accus. vrbdt, τίνα πόλιν, τίνα δ' οἶκον λατρεύεις; El. 130, vgl. I. T. 1115 (daher τάλαντον Διῒ λατρευόμενον, Inscr. 11); anders καλόν γε τὸν πόνον λατρεύω Ion 129; Xen. Cyr. 3, 1, 36; auch τοῖς νόμοις, Ages. 7, 2; τῇ ἡδονῇ, Luc. Nigrin. 15; a. Sp. – Bes. Gott dienen, ihn verehren, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
λατρεύω: (λάτρις) ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Σόλων 13. 48· εἶμαι ἐν δουλείᾳ, δουλεύω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 36· παρά τινι Ἀπολλόδ. 2. 6, 3. 2) λ. τινί, εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπόδουλος, Σοφ. Τρ. 35, Εὐρ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ θεραπεύω, ὑπηρετῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 131, Ι. Τ. 1115· ― μεταφ., κρεῖσσον γάρ, οἶμαι, τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 968· μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν Σοφ. Ο. Κ. 105· λ. νόμοις Ξεν. Ἀγησ. 7, 2· λ. καιρῷ, Λατ. temporibus inservire, Ψευδο-Φωκυλ. 113· τῷ κάλλει λ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἰς..., Ἰσοκρ. 217C· λ. ἡδονῇ Λουκ. Νιγρ. 15. 3) λατρεύω τοὺς θεοὺς διὰ προσευχῶν καὶ θυσιῶν, λ. Φοίβῳ Εὐρ. Ἴων 152· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόνον λ., ἀποδίδω τὴν προσήκουσαν ὑπηρεσίαν, αὐτόθι 129· πόνον... τόνδ’ ἐλάτρευσα θεᾷ Ἐπιγρ. Ἑλλ. 850· ― Παθ., τάλαντον ἀποτίνειν Δὶ λατρειόμενον, (οὕτως) εἰς σημεῖον ὀφειλομένης λατρείας, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7.
French (Bailly abrégé)
1 être serviteur à gages;
2 servir en gén. : τινί, τινά, qqn ; fig. τοῖς νόμοις XÉN être esclave des lois ; τῇ ἡδονῇ LUC du plaisir.
Étymologie: λάτρις.