δύσφορος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, heavy, θώρακες X.Mem.3.10.13. 2 mostly of sufferings, hard to bear, grievous, θάμβος, μέριμνα, Pi.N.1.55, Fr. 248; ἄτα, βίος, A.Eu.372 (lyr., codd.), Ag.859, etc.; δ. γνῶμαι false, blinding fancies, S.Aj.51; τὰ δ. our troubles, sorrows, Id.OT87, cf. El.144 (lyr.); δύσφορόν [ἐστι] X.Cyr.1.6.17. Adv. δυσφόρως, διάγειν τὴν νύκτα Hp.Epid.5.95; δ. φέρειν Id.Aph.1.18 (Sup.), Hdn.1.8.4; δ. ἔχειν S.OT770; impatiently, τοὔνειδος ἦγον ib.783. 3 of food, oppressive, X.Cyr.1.6.17. 4 bearing bad crops, χώρα Men.Rh. p.345 S. II (from Pass.) moving with difficulty, slow of motion, σώματα Pl.Ti.74e; ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu tragen; ἀσπίδες Xen. Mem. 3, 10, 13; übertr., lästig, unerträglich; θάμβος, μέριμναι, Pind. N. 1, 55 frg. 124; γόος, ἄτα, βίος, Aesch. Spt. 639 Eum. 350 Ag. 833; vgl. Soph. Ai. 628 u. öfter; δύσφορον γάρ, es ist lästig, Xen. Cyr. 1, 6, 17. – Aber σώματα, schwerfällig, Plat. Tim. 74 e; vgl. Xen. de re equ. 1, 12; Poll. 1, 198, von Pferden, die einen schleppenden Gang haben; s. φορά. – Bei Soph. Ai. 51 γνῶμαι, verwirrt, Schol. παράφοροι. – Adv., δυσφόρως, ἔχειν Soph. O. R. 770; ἄγειν τι, übel ertragen, 783; φέρειν Hdn. 6, 6, 1, = ἀγανακτέω.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφορος: -ον, δυσυπόφερτος, βαρύς, θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, θλιβερός, λυπηρός, θάμβος, μέριμνα Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, βίος κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. παράφορος)· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, βαρύς, ὀχληρός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) μετὰ δυσκολίας κινούμενος, βραδυκίνητος, σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à porter, lourd, pesant;
II. difficile à supporter ; fig.
1 intolérable;
2 funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;
III. qui se porte à faux, égaré.
Étymologie: δυσ-, φέρω.