διάθεσις
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
εως, ἡ, (διατίθημι)
A placing in order, arrangement (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arist.Metaph.1022b1), Antipho Soph.24a; πολιτείας Pl.Lg.710b; τῶν ξενίων Id.Ti.27a. 2 disposition or composition in a work of art (opp.εὕρεσις), Id.Phdr.236a; opp.ἱστορία, μῦθος, Plb. 34.4.1, Plu.Arat.32, etc.; δ. ᾠδῆς Eup.303; τῶν ἐπῶν Phryn.Com. 55; plan of a building, Plu.Per.13; subject of a picture, etc., Polem. ap. Ath.5.210b; δ. μυθολογίας Plu.2.16b; representation in a play, Hero Aut.20.2: in pl., word-painting, Plu.2.17b; of geographical description, Str.1.1.16; rhetorical art, μετ' αὐξήσεως καὶ διαθέσεως Plb.2.61.1. b in oratory, delivery, Plu.Dem.7; δ. σώματός τε καὶ τόνου φωνῆς Longin.Rh.p.194H. 3 disposition of property, will, testament, = διαθήκη, Lys.Fr.44, Pl.Lg.922b. 4 disposing of, sale, τῶν περιόντων Isoc.11.14, cf. PTeb.38.10 (ii B.C.), Str.11.2.12, Plu.Sol. 24; οἷς δ. εὔπορος, perh. means of disposing of it, of making away with it, Arist.Rh.1372a33 (possibly, inventive disposition). 5 δ. ἔγγραφος written report, POxy.52.13 (iv A.D.). 6 = διάθεμα, Procl.inCra.p.10P.(pl.). II (from Pass.) bodily state, condition, Hp.VM7, Arist.GA778b34; δ. τοῦ σώματος Philem.95.4; δ. ὑγιεινή, νοσώδης, Gal.5.826, 17(2).238; ἕξις defined as δ. μόνιμος Id.5.826; νευρικὴ δ. OGI331.11 (Pergam.); of the mind, Antipho Soph. 24a; ἕξις ψυχῆς καὶ δ. Pl.Phlb.11d; distd. from ἕξις, Arist.Cat.8b28, de An.417b15, Zeno and Chrysipp.Stoic.1.50, 3.111; δ. ἁμαρτωλός Phld.Lib.p.560., al.; δ. σωματική, ψυχική, A.D.Synt.278.10: pl., Diotog. ap. Stob.4.7.62. b disposition towards persons, Pl.R.489a; propensity, Cic.Att.14.3.2; πρός τινα Sch.E.Hec.8. 2 generally, state, condition, τὴν βασιγείαν εἰς τὴν ἀρχαίαν δ. κατέστησεν OGI 219.11 (Sigeum, iv/iii B.C.). 3 Gramm., force, function, τοῦ ὀνόματος δ. εἰσὶ δύο, ἐνέργεια καὶ πάθος (e.g. κριτής, κριτός) D.T.637.29; esp. of the voices of the verb, δ. εἰσὶ τρεῖς, ἐνέργεια, πάθος, μεσότης Id.638.8; δ. παθητική, μέση, A.D.Synt.210.19, 226.10; also of tense, χρονικὴ δ. ib.251.1 (s.v.l.); διαβατικὴ δ. transitive force, ib.43.18.
Greek (Liddell-Scott)
διάθεσις: -εως, ἡ, (διατίθημι) ἡ τακτοποίησις, διάταξις, Λατ. dispositio (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Ἀριστ. Μεταφ. 4. 19)· τῆς πολιτείας Πλάτ. Νόμ. 710Β· τῶν ξενίων ὁ αὐτ. Τιμ. 27Α. 2) ἡ διάθεσις ἢ σύνθεσις, ἡ τῶν μερῶν διάθεσις, κτλ. ἐν ἔργῳ τῆς τέχνης· ἀντίθετον εὕρεσις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 236Α, Πολύβ. 34. 4, 1, κτλ.· δ. ᾠδῆς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 3· τῶν ἐπῶν Φρύν. Κωμ. Τραγῳδ. 8· -ὡσαύτως τὸ παριστανόμενον πρᾶγμα, ἡ ὑπόθεσις εἰκόνος, σχέδιον οἰκοδομήματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 210Β· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 16Β, 17Β, Περικλ. 13· -ὡσαύτως ἐπὶ γεωγραφικῆς περιγραφῆς, Στράβων 9· -τέχνη, δεινότης, ῥητορική, μετ’ αὐξήσεως καί διαθέσεως Πολύβ. 2. 61, 1. 3) ἡ διάθεσις περιουσίας, ἡ τελευταία θέλησις τοῦ ἀποθνήσκοντος περὶ τῆς διαθέσεως τῶν ὑπαρχόντων του, = διαθήκη, Λυσ. Ἀποσπ. 44, Πλάτ. Νόμ. 922Β. 4) τὸ διατιθέναι τι διὰ πωλήσεως, πώλησις, Ἰσοκρ. 224Β, Στράβων 496, Πλούτ. Σόλωνι 24· πρβλ. Gronov. Ἁρποκρ. ἐν λ.· γενικῶς, οἷς δ. εὔπορος, μέσα ἄφθονα πρὸς διάθεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἡ διάθεσίς τινος, ἡ κατάστασις, οἷον ὑγεία, ἀσθένεια, θερμότης, ῥῖγος, ὕπνος, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 5, π. Ζ. 5. 1, 10, κτλ.· ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἐπὶ τοῦ πνεύματος ἢ τῆς ψυχῆς, ἕξις καὶ δ. Πλάτ. Φιλ. 11D· φιλόσοφος τὴν δ. ὁ αὐτ. Πολ. 489Α· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἕξις, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 5, 6, ἔνθα ἴδε Trendel. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῶν ῥημάτων, καθ’ ὅσον ἐκφράζουσι διαφόρως τὴν διάθεσιν ἤτοι κατάστασιν τοῦ ὑποκειμένου, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 2. 210.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
A. I. disposition, arrangement, ordonnance ; particul.
1 art de disposer la matière d’un ouvrage, d’une œuvre d’art;
2 distribution d’un avoir (par voie de testament), dispositions testamentaires;
II. droit de disposer, càd de vendre, d’aliéner, etc. ; ressources dont on dispose;
B. manière d’être disposé ; dispositions de l’âme ou de l’esprit;
C. t. de gramm. voix (active, passive, moyenne).
Étymologie: διατίθημι.