σίαλον
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
or σίελον, τό,
A spittle, saliva, Hp. Aph.7.16, Pherecr.69, X.Mem.1.2.54; σιάλῳ παιδία παραλείφειν Democrates ap.Arist.Rh.1407a8. II synovial fluid, Hp.Carn. 10. [Att. σίαλον, τό, Hellenic σίελος, ὁ, acc. to Moer.p.347 P.; the latter occurs LXXIs.40.15 (neut. σίελον cod.A), Aret.SD2.2, PMag.Par.1.132: pl. τὰ σίελα LXX 1 Ki.21.13.]
German (Pape)
[Seite 877] τό, ion. σίελον, 1) Speichel, Geifer, der vor dem Munde stehende Schaum, davon das lat. saliva; Hippocr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; Pol. 12, 13, 11; Luc. Alex. 21. – 2) das fettige Gliederwasser, μύξα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλον: ἢ σίελον, τό, (πρβλ. ὕαλος, ὕελος, πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ παιδία παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. ὡσαύτως = μύξα, κόρυζα, Ἱππ. 251. 36· πρβλ. σαλός (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ σίαλος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ σιγαλόεις).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salive, bave.
Étymologie: cf. σίαλος.