σίαλον

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾰλον Medium diacritics: σίαλον Low diacritics: σίαλον Capitals: ΣΙΑΛΟΝ
Transliteration A: síalon Transliteration B: sialon Transliteration C: sialon Beta Code: si/alon

English (LSJ)

or σίελον, τό,

   A spittle, saliva, Hp. Aph.7.16, Pherecr.69, X.Mem.1.2.54; σιάλῳ παιδία παραλείφειν Democrates ap.Arist.Rh.1407a8.    II synovial fluid, Hp.Carn. 10. [Att. σίαλον, τό, Hellenic σίελος, ὁ, acc. to Moer.p.347 P.; the latter occurs LXXIs.40.15 (neut. σίελον cod.A), Aret.SD2.2, PMag.Par.1.132: pl. τὰ σίελα LXX 1 Ki.21.13.]

German (Pape)

[Seite 877] τό, ion. σίελον, 1) Speichel, Geifer, der vor dem Munde stehende Schaum, davon das lat. saliva; Hippocr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; Pol. 12, 13, 11; Luc. Alex. 21. – 2) das fettige Gliederwasser, μύξα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σίᾰλον: ἢ σίελον, τό, (πρβλ. ὕαλος, ὕελος, πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ παιδία παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. ὡσαύτως = μύξα, κόρυζα, Ἱππ. 251. 36· πρβλ. σαλός (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ σίαλος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ σιγαλόεις).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salive, bave.
Étymologie: cf. σίαλος.