δύναμις
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. εως, Ion. ιος, Ion. dat. δυνάμι : (δύναμαι):—
A power, might, in Hom., esp. of bodily strength, εἴ μοι δ. γε παρείη Od. 2.62, cf. Il.8.294; οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες Od.20.237; ἡ δ. τῶν νέων Antipho 4.3.2, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787; in Prose, παρὰ δ. τολμηταί Th.1.70, etc.; ὑπὲρ δ. D.18.193; opp. κατὰ δ. as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op.336); εἰς δύναμιν Cratin. 172, Pl.R. 458e, etc.; πρὸς τὴν δ. Id.Phdr.231a. 2 outward power, influence, authority, A.Pers.174 (anap.), Ag.779 (lyr.); καταπαύσαντα τὴν Κύρου δ. Hdt.1.90; δυνάμει προὔχοντες Th.7.21, etc.; ἐν δ. εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29. 3 force for war, forces, δ. ἀνδρῶν Hdt.5.100, cf. Pl.Mx.240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.; δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al. 4 a power, quantity, χρημάτων δ. Hdt.7.9.ά. 5 means, κατὰ δύναμιν Arist.EE1243b12; opp. παρὰ δ., 2 Ep.Cor.8.3; κατὰ δ. τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17 (Aug.). II power, faculty, capacity, αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δ. Hp.VM14; αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht.185e; ἡ τῆς ὄψεως δ. Id.R. 532a; ἡ τῶν λεγόντων δ. D.22.11: c. gen. rei, capacity for, τῶν ἔργων Arist.Pol.1309a35; τοῦ λέγειν Id.Rh.1362b22; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94; δ. στρατηγική Plb.1.84.6; δ. ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5; δ. συνθετική D.H.Comp.2: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM1183b28. 2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA646a14; ἡ τοῦ θερμοῦ δ.ib.650a5; θερμαντικὴ δ. Epicur.Fr.60, cf. Polystr.p.23 W. b property, quality, ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; esp. of the natural properties of plants, etc., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power, τῆς γῆς Id.Oec.16.4; μετάλλων Id.Vect.4.1: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; περὶ φυσικῶν δ., title of work by Galen. c in pl., agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W. d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W. e in Music, function, value, of a note in the scale, δ. ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5. 3 faculty, art, or craft, Pl.R.532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δ. σκεπτική the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1. 4 a medicine, Timostr.7, etc.; δ. ἁπλαῖ Hp.Decent.9, Aret.CD1.4, etc.; δ. πολυφάρμακοι Plu.2.403c, Gal.13.365: in pl., collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33. b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δ., title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al. 5 magically potent substance or object, PMag.Leid.V.8.12: in pl., magical powers, Hld.4.7. III force or meaning of a word, Lys.10.7, Pl. Cra.394b, Diog.Oen.12, Phld.Sign.31, etc. b phonetic value of sounds or letters, Plb.10.47.8, D.H.Comp.12, Luc.Jud.Voc.5, etc. 2 worth or value of money, Th.6.46,2.97, Plu.Lyc.9, Sol. 15. IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality (ἐνέργεια), Arist.Metaph.1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as Adv., virtually, ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει . . ἐστί D.3.15; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo.86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph.193b8, al. V Math., power, κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δ. Id.Metaph.1019b33; usu. second power, square, κατὰ δύναμιν in square, Pl.Ti.54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δ. σύμμετροι commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22 . . . + 102, Theol.Ar.64. b square number, Pl.Ti.32a. c square of an unknown quantity (x2), Dioph.Def.2, al. 2 square root of a number which is not a perfect square, surd, opp. μῆκος, Pl. Tht.147d. 3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος) δ. ἑξάς Ph.1.3, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33. VI concrete, powers, esp. of divine beings, αἱ δ. τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δ., of God, Secund.Sent.3. VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.
German (Pape)
[Seite 672] εως, ἡ, Vermögen, Kraft; von Homer an überall. Homer z. B. Odyss. 2, 62 ἦ τ' ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη; Iliad. 8, 294 οὐ μέν τοι, ὅση δύναμίς γε πάριστιν, παύομαι; Odyss. 10, 69 ἀκέσασθε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν; 3, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν, τίσασθαι μνηστῆρας; 20, 237 γνοίης χ' οἳη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται; Iliad. 23, 891 ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος; 13, 786. 787 οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν. πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. – Folgende: 1) Vermögen, Kraft; – a) zunächst Körperkraft; αἱ τοῦ σώματος δυναμεις Plat. Theaet. 185 e; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῦ πορεύεσθαι, wenn ich noch die Kraft hätte, Rep. I, 328 c. – b) in geistiger Beziehung, Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡ τἀγαθοῦ δύν., ἡ σοφιστικὴ δύν., Plat. Phil. 64 e Soph. 233 a; ἡγεμονική, Geschicklichkeit, Pol. 10, 22, 4. 1, 84, 6, der σωματικαὶ καὶ θυμικαὶ δ. vrbdt, 6, 7, 3; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit, Dem. 22, 11 u. A.; ἡ τῶν λόγων δ. ist sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit, Arist. rhet. 1, 1; δύναμιν ἔχειν πρός τι, Isocr. 2, 12. – c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften, Plat. Polit. 273 b, oft, wie Folgde; auch εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα, Plat. Rep. V, 458 e; eben so κατὰ δύναμιν, Phaedr. 249 c; κὰδ δύναμιν Hes. O. 834; κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων, Polit. 279 c; πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν, Phaedr. 231 a; Ggstz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen, Dem. 18, 193. – 2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; τῇ δυνάμει πρῶτοι Thuc. 7, 21; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσθαι, in Ansehen stehen; Xen. Hell. 4, 4, 5; Dem. 13, 29. Auch = ein obrigkeitliches Amt, Xen. – 3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen, im sing. u. im plur.; δεξάμενοι τὴν τῶν βαρβάρων δύναμιν Plat. Menex. 240 d; δ. ναυτική, πεζική, ἱππική, Xen. An. 1, 3, 12; u. so oft bei den Historikern. – 4) von der Arznei, die Heilkraft; Medic. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις, wie B. A, p. 91 δυνάμεις τὰ τῶν ἰατρῶν φάρμακα. S. D. Sic. 1, 97. 4, 51; Plut. u. A. Vgl. Bast zu Greg. Cor. 907. – 5) der Werth, Gehalt einer Münze, Thuc. 6, 46 u. Sp.; δύναμιν ὀλίγην τῷ νομίσματι ἔδωκε Plut. Lyc. 9; Sol. 15. Dah. = die Bdtg eines Wortes; ὀνόματα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχοντα Lys. 10, 7; Plat. Crat. 394 b u. öfter; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat, Pol. 3, 20, 5. Aehnl. τὸ εὐσεβὲς καὶ τὸ δίκαιον ἄν τ' ἐπὶ μικροῦ ἄν τ' ἐπί μείζονος παραβαίνῃ, τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich, Dem. 9, 16. – Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια, oft Arist. – 6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie, Plat. Theaet. 198 b.
Greek (Liddell-Scott)
δύνᾰμις: [ῠ], ἡ, γεν. -εως, Ἰων. -ιος, Ἰων. δοτ. δυνάμι˙ (δύναμαι) - δύναμις, ἰσχύς, ῥώμη˙ παρ’ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη Ὀδ. Β.62. πρβλ. Ἰλ. Θ. 294· οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες Ὀδ. Υ. 237˙ οὕτως ἡ δύναμις τῶν νέων Ἀντιφῶν 127. 24, κτλ.˙- ἐντεῦθεν καθόλου, δύναμις, ἰσχύς, ἱκανότης πρὸς πρᾶξίν τινος, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν, Ἰλ. Θ. 294˙ πὰρ δύναμιν, παρὰ τὴν δύναμιν, πέρα τῆς δυνάμεώς τινος, Ν. 787˙ παρὰ πεζοῖς, παρὰ δ. Θουκ. 1. 70, κτλ.˙ ὑπὲρ δ. Δημ. 292. 25˙ ἀντίθ. κατὰ δ., ὅσον δύναταί τις, ὅσον ἰσχύει τις, Λατ. pro virili, Ἡρόδ. 3. 142, κτλ. (κὰδ δ. παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334)˙ οὕτως, εἰς δύναμιν Κρατῖν. Πυλ. 3, Πλάτ. Πολ. 458Ε, κτλ˙ πρὸς δ. ὁ αὐτ. Φαίδρ. 231Α. 2) ἐξωτερικὴ δύναμις, ἰσχύς, βαρύτης, ἀξίωμα, Λατ. potentia, opes, Αἰσχύλ. Πέρσ. 174, Ἀγ. 779, Ἡρόδ. 1. 90, Θουκ. 7. 21, κτλ.˙ ἐν δ. εἶναι, γίγνεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, Δημ. 174, 27. 3) δύναμις διὰ πόλεμον, στρατιωτικαὶ δυνάμεις, δ. πεζικὴ Ἡρόδ. 5. 100, κτλ.˙ δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική Ξεν. Ἀν. 1. 3, 12. 4) δύναμις, ποσότης, Λατ. vis, χρημάτων δ. Ἡρόδ. 7. 9, πρβλ. Θουκ. 9. 97., 6. 46. ΙΙ. δύναμις, ἱκανότης, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Πλάτ. Θεαίτ. 185Ε˙ ἡ δ. τῆς ὄψεως Πλάτ. Πολ. 532Α˙ ἡ τῶν λεγόντων δ. Δημ. 596. 21˙ μετὰ γεν. πράγμ. ἱκανότης διά τι, τῶν ἔργων Ἀριστ. Πολ. 5. 9. 1˙ τοῦ λέγειν ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 6, 14˙ τοῦ λόγου, τῶν λόγων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 52, Ἂλεξ. Ἱππ. 1˙ ἀπόλ., πᾶσα φυσικὴ ἢ ἠθικὴ ἱκανότης, ἣν δύναταί τις νὰ τελειοποιήσῃ διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ μεταχειρισθῇ διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν. Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9, Μ. Ἠθ. 1.2, 2., 7.2˙ - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν φυσικῶν δυνάμεων φυτῶν, κτλ., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, κτλ.˙ ἡ παραγωγὸς δύναμις, τῆς γῆς ὁ αὐτ. Οἰκ. 16, 4˙ μετάλλων ὁ αὐτ. Πόρ. 4, 1. 2) δύναμις, τέχνη, ὡς ἰατρική, λογική, ῥητορική, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 11., 8. 2, 1. 3) ἰατρικόν, φάρμακον, Ἱππ. ˙ πρβλ. Bast Γρηγ. σ. 907. ΙΙΙ. ἡ δύναμις ἢ σημασία λέξεως, Λυσ. 10. 7, Πλάτ. Κρατ. 394Β, κτλ. 2) ἡ ἀξία τῶν χρημάτων, Θουκ. 6. 46, πρβλ. 2. 97, Πλούτ. Λυκ. 9, Σόλ. 15. IV. ἱκανότης εἰς τὸ ὑπάρχειν ἢ ἐνεργεῖν, Λατ. potentia, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικὴν ὕπαρξιν ἢ ἐνέργειαν (ἐνέργεια, ἐντελέχεια, Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 9)˙ ἐντεῦθεν, δυνάμει, ὡς ἐπίρρ., ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει… ἐστὶ Δημ. 32.19˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐνεργείᾳ, Λατ. actu), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1.24, ἐν τέλ.˙ ἢ πρὸς τὸ ἐντελεχείᾳ, ὁ αὐτ. Μεταφ. 3.5,1 κ. ἀλλ.˙ ἴδε ἐνέργεια ΙΙ. V. ὡς μαθηματ. ὅρος, potentia, ἐν τῇ γεωμετρίᾳ τὸ τετράγωνον εὐθείας γραμμῆς καὶ ἐν τῇ ἀριθμητικῇ ἰδίως τὸ τετράγωνον ἀριθμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 147D κἑξ.˙ εὐθεῖαι δυνάμει σύμμετροί εἰσιν, ὅταν τὰ ὑπ’ αὐτῶν τετράγωνα τῷ αὐτῷ χωρίῳ μετρῆται Εὐκλ. 10. Ὁρ. 3˙ πρβλ. δύναμαι ΙΙ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
puissance, càd :
I. faculté de pouvoir ; εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα PLAT le plus possible, tout le possible ; πάσῃ δυνάμει ESCHN par tous les moyens possibles ; παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν, au delà du possible;
II. abs. pouvoir, puissance, force :
1 force physique ; πὰρ δύναμιν IL au-dessus des forces (de qqn);
2 force morale (du caractère, de l’intelligence, de la parole, etc.) : ἡ τῶν λόγων δύναμις ARSTT puissance de la parole ; abs. faculté, art, science (rhétorique, logique, médecine);
3 en gén. puissance des choses : δύναμις τῶν φυομένων XÉN vertu des plantes ; abs. αἱ δυνάμεις plantes médicinales ; δύναμις τῆς γῆς XÉN fécondité de la terre ; de même, valeur d’une monnaie, valeur ou signification d’un mot;
4 force militaire, forces, troupes ; δύναμις καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική XÉN forces en infanterie, en cavalerie et en vaisseaux;
III. abs. la puissance, le pouvoir : θεῶν δύναμις EUR le pouvoir des dieux ; ἐν δυνάμει εἶναι XÉN être puissant.
Étymologie: δύναμαι.