πέκος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Aeol. πέκκος, τό,
A = πόκος, An.Ox.3.358 ; also πεῖκος, Hsch. (-κός cod.).
German (Pape)
[Seite 547] τό, Fell, bes. das abgeschorene Vließ, VLL., vgl. πέσκος u. πόκος.
Greek (Liddell-Scott)
πέκος: Αἰολ. πέκκος, τό, = πόκος, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - Κατὰ Σουΐδ.: «πέκος, δέρμα, κῴδιον»· - ὡσαύτως πέσκος, Νικ. Θηρ. 548 ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, ἤγουν τὸ λέπος».
Greek Monolingual
και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α
1. ο πόκος, το ποκάρι, το σύνολο του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του συνώνυμου πέσκος «φλούδα, δέρμα»].