σαλεύω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαλεύω Medium diacritics: σαλεύω Low diacritics: σαλεύω Capitals: ΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: saleúō Transliteration B: saleuō Transliteration C: saleyo Beta Code: saleu/w

English (LSJ)

fut.

   A σαλεύσω LXX Wi.4.19: aor. ἐσάλευσα Isoc.8.95, AP11.83:— Pass., fut. σαλευθήσομαι LXX Si.16.18, Ev.Luc.21.26: aor. ἐσαλεύθην LXX 1 Ma.9.13, Act.Ap.4.31, 2 Ep.Thess.2.2, v.l. in Isoc. l.c.: pf. σεσάλευμαι (v. infr.): (σάλος):—cause to rock, make to vibrate or oscillate, c. acc., [τὰς ἀγκύρας] οὐδεὶς χειμὼν σαλεύει Pythag. ap. Stob.3.1.29; σ. τρικυμίᾳ πέδον, of the sea, Lyc.475; of an earthquake, AP11.83 (Lucill.), cf. 259 (Id.): metaph., δόξαν σ. Plu.2.1123f, cf. S.E.M. 8.56, 337, etc.; σ. τινὰ ἐκ θεμελίων LXX Wi.4.19; ἐπιστολαὶ δυνάμεναι λίθον σαλεῦσαι heartrending, POxy.528.12 (ii A.D.); σ. τοὺς ὄχλους stir them up, Act.Ap.17.13, cf. LXX Si.28.14:—Pass., to be shaken to and fro, waver, totter, reel, χθὼν σεσάλευται A.Pr.1081; κύκλος σαλευόμενος Pl.Ti.79e, cf. Arist.Mech.857a7, Thphr.Lass.11; of teeth or nails, to be loosened, Gal.12.871, Dsc.5.3; of persons, ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενον AP11.26 (Marc.Arg.), cf. 12.31 (Phan.); ὑφ' ἡδονῆς σαλευομένη κορώνη Sch.Arat.1009 (wrongly attributed to Archil., Fr. 102); later simply, stir, move, κατεσχέθην νόσῳ . . ὡς μὴ δύνασθαι μηδὲ σαλεύεσθαι PSI4.299.4 (iii A.D.).    2 shake in measuring, so as to give good measure, μέτρον σεσαλευμένον Ev.Luc.6.38; cf. σαλάσσω 11.    II intr., move up and down, roll, toss, esp. of ships in a stormy sea or persons in them, σ. ἐν πλοίοις X.Oec.8.17, cf. Hld.10.4, etc.: generally, put out to sea, App.Mith.77: metaph., toss like a ship at sea, to be tempest-tossed, be in sore distress, πόλις γὰρ . . ἄγαν ἤδη σαλεύει S.OT23; πρόδοτος δὲ . . σ. Ἠλέκτρα Id.El.1074 (lyr.); ὅταν . . σαλεύῃ πόλις E.Rh.249 (lyr.), cf. OGI515.47 (Mylasa, iii A.D.); ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σ. Pl.Lg.923b, cf. Arist.Pr.883a34; ἐν κινδύνῳ σ. D.H.10.11; σ. ὑπὲρ ἑαυτοῦ Ael.Fr.48; to be unstable, Poll.6.121; flicker, of the eye-balls in nystagmus, Gal.18(2).68; oscillate, of the λόγος ἐνδιάθετος, ἐν τούτοις S.E.P.1.65.    2 of ships also, ἐπ' ἀγκυρῶν ride at anchor, Polyaen.2.2.7: metaph., ὡς ἐπ' ἀγκύρας τῆς φύσεως σ. Plu.2.493d; σ. ἐπὶ τῶν ἐλπίδων Hld.1.26; also ὁρῶν ἡμᾶς ἐπὶ τούτῳ μόνῳ (sc. τῷ υἱῷ) σαλεύοντας Plu.Demetr.38; γραῦν ἐπὶ ἑνὶ γομφίῳ σ. Alciphr.3.28, cf. POxy.472.50 (ii A.D.); ἐπὶ τοιούτοις παραγγέλμασιν S.E.M.2.12 (hence later in a causal sense, σ. ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας anchor them upon... Hld.2.33).    3 metaph., roll like a ship, roll in one's walk, of persons with the hip-joints far apart, Hp.Art.56.

German (Pape)

[Seite 859] 1) bewegen, schwingen, schwankend machen, erschüttern; σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας, Pythag. bei Stob. Floril. 1, 9; ἵππον, Lucill. 95 (XI, 259); pass. sich bewegen, χθὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1083, u. oft in der Anth.: πρὸς χεῖρα σαλευομένη, Strat. 3 (XII, 3); πυγὴ αὐτομάτη σαλευομένη, Rufin. 2 (V, 35); ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενος, M. Argent. 17 (XI, 126); σκύφος, ᾡ σεσάλευμαι, Phani. 1 (XII, 31). – Uebertr., τὴν ἀλήθειαν, ἀπόδειξιν, S. Emp. adv. log. 2, 56. 339 u. öfter. – 2) intr., in unruhiger Bewegung sein, schwanken; bes. vom Schiffe, ἡ ναῦς σαλεύει, σαλεύει ἐπ' ἀγκυρῶν, das Schiff schaukelt, dem Winde ausgesetzt, indem es auf offenem Meere vor Anker liegt; auch κάλαμον ὑπ' ἀνέμων σαλευόμενον, Matth. 11, 7. – Dah. übertr., πόλις γὰρ ἤδη ἄγαν σαλεύει, Soph. O. R. 23, wo der Schol. bemerkt ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν χειμαζομένων νεῶν, ἐν μεγάλῳ κλύδωνί ἐστιν, also unruhig, unglücklich sein; vgl. El. 1063; ὅταν σαλεύῃ πόλις, Eur. Rhes. 248; so auch in Prosa, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντες, Plat. Legg. XI, 923 b, vgl. tim. 79 e; auch in eitler, hoffährtiger Bewegung und Haltung einhergehen, einherstolziren, wie σαλακωνεύω, vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 6. – In unruhiger Gemüthsstimmung sein, sich fürchten, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Suid. v. Πυθαγόρας Ἐφέσιος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλεύω: μέλλ. -σω Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 177· ἀόρ. ἐσάλευσα Ἰσοκρ. 178D, Ἀνθ. Π. 11. 83· ― Παθ., μέλλ. σαλευθήσομαι Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙϚ΄, 16), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 26· ἀλλὰ σαλεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 675, 714, 751· ἀόρ. ἐσαλεύθην Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Θ΄, 13), Πράξ. Ἀποστ. δ΄ 31, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 2, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρκμ. σεσάλευμαι, ἴδε κατωτ.· (σάλος). Κάμνω τι νὰ σαλευθῇ, νὰ κινηθῇ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, κραδαίνω, σείω, «κουνῶ», μετ’ αἰτ., σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας Πυθαγ. παρὰ Στοβ. σ. 3. 48· πτέρυγα σ. πτέρυγα σ. Εὐρ. Κύκλ. 434· σ. τρικυμίᾳ πέδον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λυκόφρ. 475· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 83, πρβλ. 259· ― μεταφορ., σ. τὴν δόξαν Πλούτ. 2. 1123F, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 56, 337, κτλ.· σαλ. τινὰ ἐκ θεμελίων Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 19)· σαλ. τοὺς ὄχλους, ἀνακινῶ, ἀναταράττω, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 13, πρβλ. Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΗ΄, 14), ― Παθ., κυμαίνομαι, διασείομαι, περιστρέφομαι, χθὼν σεσάλευται Αἰσχύλ. Πρ. 1081· κύκλος σαλευόμενος Πλάτ. Τίμ. 79Ε, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 27, 1· ἐπὶ προσώπων, ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενον Ἀνθ. Π. 11. 26, πρβλ. 12. 31· ὑφ’ ἡδονῆς σαλευόμενον Ἀνθ. Π. 11. 26, πρβλ. 12. 31· ὑφ’ ἡδονῆς σαλευομένη κορώνη Ἀρχίλ. 93 (ἀντὶ σαλουμένη, ἐκ παραλλήλου τύπου σαλέω, μνημονευομένου παρὰ Φωτ.) Ἀνθ. Π. 5. 54. 2) διασείω τὸ μέτρον τοῦ σίτου, παρέχω μέτρον καλῶς πεπληρωμένον, μέτρον σαλευόμενον Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. Ϛ΄, 38· πρβλ. σαλάσσω ΙΙ. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι ἄνω καὶ κάτω, κυμαίνομαι, μᾶλλον ἐπὶ πλοίων ἐν θαλάσσῃ ἢ ἐπὶ τῶν ἐν αὑτῇ ἀνθρώπων, σ. ἐν πλοίοις Ξεν. Οἰκ. 8, 17, κτλ.· καθόλου, εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, πλέω, Ἀππ. Μιθρ. 77· ― μεταφορ., κινοῦμαι ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, ἄνω κάτω ταράττομαι, ὑποφέρω ἐκ τρικυμίας, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, πόλις γὰρ ... ἄγαν ἤδη σαλεύει Σοφ. Ο. Τ. 23· πρόδοτος δὲ ... σ. Ἠλέκτρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1074· ὅταν ... σαλεύῃ πόλις Εὐρ. Ρῆσ. 249· οὕτως, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλ. Πλάτ. Νόμ. 923Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 24· ἐν κινδύνῳ σ. Διον. Ἁλ. 19. 11· σ. ὑπέρ τινος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πυθαγόρας· εἶμαι ἀσταθής, Πολυδ. Ϛ΄, 121· ― ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ Λατ. versari, ἐνασχολοῦμαι, ἐν τούτοις Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 65· ἴδε ἐν λέξ. σάλος ΙΙ. 2) ἐπὶ πλοίου ὡσαύτως, σ. ἐπ’ ἀγκύρας, εἶμαι ἠγκυροβολημένος, Πλούτ. 2. 493D· ἐπὶ μιᾶς ἀγκ. Συνέσ. 164Α, πρβλ. 163 D, Πολύαιν. 2. 2, 7· ― ἐντεῦθεν μεταφορ., σ. ἐπὶ τῶν ἐλπίδων Ἡλιόδ. 1. 9· ὡσαύτως, σ. ἐπί τινι, στηρίζομαι ἐπὶ τινος φίλου μου, Πλουτ. Δημήτρ. 38, Ἡλιόδ. 1. 26· γραῦν ἐπὶ ἑνὶ γομφίῳ σ. Ἀλκίφρων 3. 28· ἐπὶ τοιούτοις παραγγέλμασιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 12 (ἐντεῦθεν μετέπειτα ἐπὶ σημασ. μεταβατικῆς, σ. ἐπὶ τινι τὸν βίον, τὰς ἐλπίδας, ἀγκυροβολῶ, «ἀράζω»τὸν βίον, τὰς ἐλπίδας, Μακάρ. παρὰ τῷ Villois. Anecd. 2. 60, Ἡλιόδ. 2. 33, Εὐμάθ. 93Α)· πρβλ. ὀχέω ΙΙ. 3. 3) μεταφορ., περιπατῶ, κινοῦμαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, βαδίζω ἀσταθῶς, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων διισταμένην τὴν κατὰ τὰ ἰσχία ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 12. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλεύειν· ῥιπτάζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσάλευσα, pf. inus.
Pass. f. σαλευθήσομαι, ao. ἐσαλεύθην, pf. σεσάλευμαι;
I. tr. agiter, secouer, ébranler, acc. ; fig. τὴν δόξαν PLUT ébranler ou ruiner la réputation de qqn;
II. intr. être agité, d’où
1 se balancer en marchant, particul. marcher d’une allure prétentieuse, se pavaner;
2 en parl. d’un navire à l’ancre être agité d’un mouvement de roulis ; être à l’ancre;
3 fig. être agité, troublé, incertain, vacillant.
Étymologie: σάλος.