κατείλησις

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείλησις Medium diacritics: κατείλησις Low diacritics: κατείλησις Capitals: ΚΑΤΕΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: kateílēsis Transliteration B: kateilēsis Transliteration C: kateilisis Beta Code: katei/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U.    2 wrapping, εἰρίων Aret.CA2.9, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.18.1; -ησία is f.l. in Archig. ap. Gal.13.168.

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, das Zusammendrängen, Zusammenwickeln, D. L. 10, 101 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατείλησις: -εως, ἡ συμπύκνωσις, συμπίεσις, συστροφή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101˙ εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

κατείλησις, ἡ (Α) κατειλώ
1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση
2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή.