ῥαίω

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαίω Medium diacritics: ῥαίω Low diacritics: ραίω Capitals: ΡΑΙΩ
Transliteration A: rhaíō Transliteration B: rhaiō Transliteration C: raio Beta Code: r(ai/w

English (LSJ)

poet. subj.

   A ῥαίῃσι Od.5.221: fut. ῥαίσω (διαρ-) 2.49; Ep. inf. ῥαισέμεναι (v.l. ῥαίσεσθαι) 8.569: aor. ἔρραισα, subj. ῥαίσῃ 23.235:— Pass., fut. (in med. form) ῥαίσομαι (διαρ-) Il.24.355: aor. ἐρραίσθην 16.339:—break, shiver, shatter, ῥ. νῆα wreck a ship, Od.8.569, 13.151, 23.235; ῥ. τινά cause one to suffer shipwreck, 5.221:—in Pass., ῥαιόμενος suffering shipwreck, 6.326; νηῦς ῥαισθεῖσα A.R.2.1112; also φάσγανον ἐρραίσθη it was shivered, Il.16.339; τῷ κέ οἵ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος . . ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ his brain would be dashed on the ground throughout the cavern, Od.9.459; so αἰὼν δι' ὀστέων ἐρραίσθη the marrow spurted through the bones, Pi.Fr.111.    II generally, destroy, A.R.1.617:—Pass., to be broken down, crushed by suffering, ὅταν . . ῥαισθῇ A.Pr.191, AP7.529 (Theodorid.), etc. (anap.), cf. S.Tr.268.

German (Pape)

[Seite 833] aor. pass. ἐῤῥαίσθην, zerstören, zerbrechen, zertrümmern; νῆα, Od. 5, 221. 23, 235 u. öfter, das Schiff scheitern lassen; dah. ῥαιόμενος, der Gescheiterte, Schiffbrüchige, 6, 326, wo darauf folgt ὅτε μ' ἔῤῥαιε Ἐννοσίγαιος; φάσγανον ἐῤῥαίσθη, Il. 16, 339; ἐγκέφαλος ῥαίοιτο διὰ σπέος πρὸς οὔδεϊ, möchte sein Gehirn durch die Höhle hin gegen den Boden geschmettert werden, Od. 9, 459, αἰὼν ἐῤῥαίσθη, Pind. frg. 77, 3; übh. ins Verderben stürzen, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ, Aesch. Prom. 189; δοῦλος ἀνδρὸς ὡς ἐλευθέρου ῥαίοιτο, Soph. Trach. 267; Hesych. erkl. φθείροιτο, geplagt, gemißhandelt werden; sp. D.: ναῦς ῥαισθεῖσα, An. Rh. 2, 1113, tödten, 1, 617; u. in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαίω: ποιητ. ὑποτ. ῥαίῃσι Ὀδ. Ε. 221· μέλλ. ῥαίσω (διαρ-) Ὅμ., Ἐπικ. ἀπαρ. ῥαισέμεναι Ὀδ. Θ. 569: ἀόρ. ἔρραισα, ὑποτακτ. ῥαίσῃ Ψ. 235 ― Παθ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ῥαίσομαι (διαρ-) Ἰλ. Ω. 355: ἀόρ. ἐρραίσθην Ὅμ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ῥήγνυμι, πρβλ. ῥαιβός). Θραύω, συντρίβω, κατασυντρίβω, ῥ. νῆα, κατασυντρίβω πλοῖον. Ὀδ. Θ. 569, Ν. 151, Ψ. 235 ῥ. τινα, ἐπιφέρω ναυάγιον εἴς τινα, Ε. 221. ― ἐν τῷ παθ., ῥαιόμενος, ὁ ναυαγῶν, Ὀδ. Ζ. 326· ναῦς ῥαισθεῖσα Ἀπολλ. Ρόδ. Β 1113· ὡσαύτως, φάσγανον ἐρραίσθη, ἐθραύσθη, συνετρίβη, Ἰλ. Π. 339· τῷ κὲ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ... ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, ὁ ἐγκέφαλός του ἤθελε σκορπισθῆ κατὰ γῆς καθ’ ὅλον τὸ σπήλαιον, Ὀδ. Ι. 459 (ὁ Εὐρ. τὴν ἔννοιαν ταύτην ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥαίνω, ἴδε ῥαίνω ΙΙ)· οὕτως, αἰὼν δι’ ὀστέων ἐρραίσθη ὁ νωτιαῖος μυελὸς ἐξῆλθεν ὁρμητικῶς ἐκ τῶν ὀστῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 77. ΙΙ. καθόλου καταστρέφω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α 617, Ἀνθ. Π. 7. 529, κτλ. ― Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι ἐκ τῶν παθημάτων, ὅταν ... ῥαισθῇ Αἰσχύλ. Πρ. 189, πρβλ. Σοφ. Τρ. 268.

French (Bailly abrégé)

impf. ἔρραιον, f. ῥαίσω, ao. ἔρραισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραίσθην;
1 briser (un vaisseau, une arme, etc.) acc. ; en parl. de pers. ruiner par un naufrage ; Pass. être naufragé ; fig. briser de souffrances;
2 maltraiter, outrager.
Étymologie: R. Ϝραγ briser ; cf. ῥήγνυμι.