μεταφορικός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ή, όν,
A apt at metaphors, Id.Po.1459a6, Fr.70. II metaphorical, Phld.Po.2.55, Porph.in Cat.58.37. Adv. μεταφορ-κῶς Phld.Mus.p.30 K., Placit.1.19.1, Erot. s.v. νεφέλαι, etc.
German (Pape)
[Seite 156] ή, όν, übertragen, metaphorisch, uneigentlich, ὄνομα, Gramm. – Der Metaphern zu gebrauchen pflegt, δεινὸς περὶ τὴν φράσιν καὶ μεταφ., D. L. 8, 57.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς μεταφοράς, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 16, Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὀ ἀνήκων εἰς μεταφοράν, κατὰ μεταφορὰν εἰρημένος· ἐπίρρ. -κῶς, Πλού. 22. 884Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 métaphorique, figuré;
2 qui aime les expressions figurées.
Étymologie: μεταφορά.