ἀθρόος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθρόος Medium diacritics: ἀθρόος Low diacritics: αθρόος Capitals: ΑΘΡΟΟΣ
Transliteration A: athróos Transliteration B: athroos Transliteration C: athroos Beta Code: a)qro/os

English (LSJ)

α, ον, (ος, ον D.19.228, Arist.PA675b21, etc.), ἁθρόος in Hom. acc. to Aristarch. ap. Sch.Ven.ll.14.38 and Att.(also some times ἅθρους, ουν, as Ar.Fr.633, Hyp.Eux.33, D.27.35), poet.acc.pl.

   A ἁθρόᾰς h.Merc.106; dat. pl. ἁθροῖσιν Epigr.Gr.1034 26 (Callipolis):—but in later writers the spir. lenis prevailed: (ἀ- 11, θρόος):—in crowds, heaps, or masses, crowded together, Hom. only in pl., as Il.2.439, al.; ἁθρόοι . . ἅπαντες Od.3.34, etc.: sg. first in Pi.P.2.35; ἀθρόοι, of soldiers, in close order, Hdt.6.112, X.An.1.10.13, etc.; opp. ἀσύντακτοι, Id.Cyr.8.1.46; in column, ib.5.3.36; πολλαὶ κῶμαι ἁ. close together, Id.An.7.3.9.    II together, in a body, ἁθρόα πάντ' ἀπέτεισε he paid for all at once, Od.1.43; ἁ. πόλις the citizens as a whole, opp. καθ' ἕκαστον, Th.2.60, cf. 1.141; ἁ. δύναμις Id.2.39; ἁ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα was assembled, X.Cyr.3.3.22; τὸ ἁ. their assembled force, ib.4.2.20, cf. An.5.2.1; ἁθρόῳ στόματι with one voice, E.Ba.725; ἁ. δάκρυ one flood of tears, Id.HF489; ἁ. λόγος a flood of words, Pl.R. 344d; ἁθρόους κρίνειν to condemn all by a single vote, Id.Ap.32b; πολλοὺς ἁ. ὑμῶν D.21.131; ἄθρους ὤφθη was seen with all his forces, Plu. Them.12, cf. Id.Sull.12; ἁ. λεγόμενον used in a collective sense, opp. κατὰ μέρος, Pl.Tht.182a; ἀθρόας γινομένης μεταβολῆς taking place all at once, Arist.Ph.186a15; opp. ἐκ προσαγωγῆς, Id.Pol.1308b16; κατήριπεν ἀ. he fell all at once, Theoc. 13.50, cf. 25.252; ἀθρόαι πέντε νύκτες five whole nights, PiP.4.130; κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή Arist. Rh.1369b34; κάθαρσις ἀ., opp. κατ' ὀλίγον, Id.HA582b7; καταπιεῖν ἅθρους τεμαχίτας at a gulp, Eub.9, cf. Plu.2.650c, etc.; ἀθρόον ἐκκαγχάζειν burst out laughing, Arist.EN1150b11, cf. Hp.Ep.17.    2 continuous, κίνησις Plot.3.7.8, cf. ib.1 (Comp.).    3 sudden, ἔφοδος Malch.p.412 D.; τῷ ἀ. μὴ καταπλαγῆναι Men.Prot.p.68 D.:— this sense may perh. be found in Plu. Them. l.c., Sull.l.c.    4 ἀθρόον, τό, = ἄθροισμα 11, Epicur.Ep.1p.16U., Fr.314, Zeno Sidon. ap. Phld.Herc.1005.7.    III complete, overwhelming, ἀ. κακότης Pi.P. 2.35; continuous, incessant, πνεῦμα Arist.Mete.367a30; concentrated, of noise, D.H. Comp.22, etc.    IV Adv. ἀθρόον all at once; ἄθρουν in one payment, PPetr.2p.27, cf. D. 27.35; generally, εἰρῆσθαι Aret. SA1.6:—regul. Adv. ἀθρόως X.Smp.2.25, Arist.HA533b10, etc.; ἀ. λέγειν to speak collectively or generally, Aristid.Rh.2.547S.    2 suddenly, ἀετὸς ἀ. φανείς Hsch.Mil.4.11, cf.19(perh.also in Arist.HA l.c.).    V Comp. ἁθροώτερος Th.6.34, etc.; ἀθρουστέρα Phylotim. ap.Ath.3.79b: Sup. ἀθρούστατος Plu.Caes.20.

German (Pape)

[Seite 48] α, ον, fam. ἀθρόος Heraclid. Tar. bei Ath. III, p. 120 d, zusammengezogen ἀθροῦς, attisch ἁθρόος (α copul.); auch im Hom. las Aristarch mit spir. asper nach Scholl. Iliad. 14, 38, vgl. Scholl. Od. 1, 27. 3, 34; – zusammengedrängt, versammelt; Ariston. Scholl. Iliad. 14, 38 ἡ διπλῆ, ὅτι ἁθρόοι ἐπὶ τῶν τριῶν· ἀρχὴ γάρ ἐστι πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ τὰ τρία; gew. im plur., der sing. meist nur bei Sammelwörtern, zuerst bei Pind. P. 2, 35 κακότης. Hom. z. B. ἁθρόα πάντα, Alles insgesammt, Alles zusammen, Alles auf einmal, Iliad. 22, 271 Od. 1, 43. 2, 356; – ἁθρόοι ἦλθον Od. 3, 34, ἠγερέθοντο 2, 392, κίον Il. 14, 38, ἔμειναν 15, 657, ὁρμηθέντες 19, 236, ἔσαν (ἦσαν) Il. 18, 497 Od. 1, 27; – von Soldaten, dicht gedrängt, Her. 6, 112; ἁθρόα πόλις, dem ἕκαστοι entgegengesetzt, Thuc. 2, 60, δύναμις 2, 39; πᾶσα ὕλη ἁθρόα Plat. Legg. VIII, 849 d, Ggstz κατὰ μέρη Theaet. 182 a, καθ' ἕνα Alc. I, 114 d, κατ' ἄνδρα Dem. Lept. 138, κατ' όλίγους καὶ σποράδην Plut. Arist. 17. Auch reichlich, groß, Din. 1, 15, entgegenstehend dem κατὰ μικρόν; τὸ ἁθρόον, die Menge, Gesammtheit, Dem. 27, 35; ῥοῦς ἀθροῦς καὶ πολύς Pol. 10, 14, 8; vgl. ἀθροῦς ἐξεχύθη γέλως Athen. X, 420 d; ἀθρόος ὤφθη, er wurde mit ganzer Heeresmacht gesehen, Plut. Them. 12; ebenso ἀθρόος ἐπέστη Svll. 12. – Compar. ἁθροώτερος 'Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 6, 4, 9; ἀθρουστέρῳ χρῆσθαι τῷ πόματι Athen. III, 80 a; ἀθρούστατος Plut. Caes. 20. – Adv. ἀθρόως, haufenweis, in Menge, πίνειν Ael. V. H. 1, 2; vgl. Plut. Symp. 3, 3; λέγειν, im Allgem. sagen, bei den Rhetoren, das Ganze statt seines Theiles nennen, συγκρίνειν, im Ggstz von ἀνὰ μέρος, Rhett. gr. IX, 286, 15; auch von der Zeit, plötzlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθρόος: -α, -ον, (καὶ ος, ον, Δημοσθ. 412, 14. Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 22, κτλ.), κάλλιον ἁθρόος, ὡς ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραφεν αὐτὸ (Σχόλ. Ἐνετ. Ἰλ. Ξ. 38), Ἀττ. ἄθρους, ουν, ποιητ. δοτ. πληθ. ἁθροῖσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 26: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἡ ψιλὴ ἐπεκράτησε: (α ἀθροιστ. καὶ θρόος). Κατὰ σωροὺς ἢ πλῆθος, συμπεπυκνωμένος ἐπὶ τὸ αὐτό, συχν. παρ’ Ὁμ. ἀλλὰ μόνον κατὰ πληθ. ὡς Ἰλ. Β. 439· πάντες ἁθρόοι, Ὀδ. Γ. 34, κτλ.· τὸ ἑνικὸν πρῶτον ἐν Πινδ. Π. 2. 65: ἁθρόοι, ἐπὶ στρατιωτῶν: συμπεπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, Ἡρόδ. 6. 112, Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 13, κτλ.· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀσύντακτοι, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 46 = κατὰ φάλαγγα, αὐτόθι 5. 3, 36· οὕτω καὶ πολλαὶ κῶμαι ἀθρ. = πυκναὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 9. ΙΙ. ὅλα ὁμοῦ ἐν σώματι· ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν, ἐπλήρωσε διὰ πάντα ἐφάπαξ, Ὀδ. Α. 43· ἀθρόα πόλις, οἱ πολῖται ὡς ὅλον, ἀντίθετον τῷ ἕκαστος, Θουκ. 2. 60· οὕτως ἀθρ. δύναμις, ὁ αὐτ. 2. 39· πρβλ. 1. 141· ἀθρ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα, ἦτο συνηγμένον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· τὸ ἀθρόον, ἡ συνηγμένη αὐτῶν δύναμις, αὐτόθι 4. 2, 20· πρβλ. Ἀν. 5. 2, 1· ἀθρόῳ στόματι, μιᾷ φωνῇ, Εὐρ. Βάκχ. 725· ἁθρόους κρίνειν, καταδικάζω πάντας ὁμοῦ διὰ μιᾶς ψήφου, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· πολλοὺς ἁθρόους ὑμῶν, Δημ. 558. 1· ἄθρους ὤφθη, ὤφθη μετὰ πάντων τῶν στρατευμάτων του, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τοῦ αὐτ. Σύλλ. 12· ἁθρόον λεγόμενον, ἐν χρήσει ἐπὶ περιληπτικῆς ἢ καθολικῆς ἐννοίας, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ μέρος, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α· ἡ μετάβασις ἀθρόα γίνεται, συμβαίνει ἐν τῷ ἅμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 3· ἀντιθ. τῷ ἐκ προσαγωγῆς, ὁ αὐτ. 12: κατήριπεν ἀθρ., ἔπεσεν ἐν τῷ ἅμα, Θεόκρ. 13. 49: πρβλ. 25. 252: ἀθρόαι πέντε νύκτες, πέντε ὁλόκληροι νύκτες, Πινδ. Π. 4, 231· κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 1· κάθαρσις ἀ., ἀντιθ. τῷ κατ’ ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 2, 2· καταπιεῖν ἄθρους τεμαχίτας, διὰ μιᾶς καταπόσεως, Εὔβολ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις», 1· πρβλ. Πλουτ. 2. 650Β. κτλ.· ἀθρόον ἐκκαγχάζειν, ἀνακαγχάζειν διὰ μιᾶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6· πρβλ. Ἱππ. 1281. ΙΙΙ. πολυπληθὴς ἢ συνεχής, ἀδιάλειπτος, ἀθρ. κακότης, Πινδ. Π. 2. 65· δάκρυ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489· λόγος, Πλάτ. Πολ. 344D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, κτλ.· ΙV. Ἐπίρρ. ἀθρόον, ἐν τῷ ἅμα, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ: ― ὡσαύτως καὶ κανονικῶς ἐσχηματ. ἐπίρρ. ἀθρόως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 11, κτλ.· ἀ. λέγειν, ὁμιλεῖν γενικῶς, Ρητ. V. συγρ. ἁθροώτερος, Θουκ. 6. 34, κτλ.· μεταγεν. ἁθρούστερος, Πλουτ. Καῖσ. 20, Ἀθήν. 79Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 143.

French (Bailly abrégé)

v. ἁθρόος.