ἐννοέω
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
Ion. aor. 1 part.
A ἐννώσας Hdt.1.68,86: pf. ἐννένωκα Id.3.6:—Att. also Dep. ἐννοοῦμαι, with aor. 1 Pass. ἐνενοήθην:—have in one's thoughts, consider, reflect, ἐ. ὅτι . . Id.1.86, etc.; ἐ. ὡς . . Pl.Ap. 40c; εἴτε . . Id.Phd.74a; ἐ. μή . . take thought, be anxious lest... X. An.4.2.13, etc.; ἐννοούμενοι μὴ οὐκ ἔχοιεν ib.3.5.3; ἐννοούμενοι (v.l. -οῦντες) οἷα πεπονθὼς ἦ Lys.9.7: abs., ὧδε γὰρ ἐννόησον Pl.Prt.324d; also τέκνων ἐννοουμένη πέρι E.Med.925. 2 c. acc., reflect upon, consider, τὰ λεγόμενα Hdt.1.68, cf. 3.6; τοῦτ' ἐννοοῦμαί πως ἐγώ Eup. 11.6 D.; ἐ. τὸ γιγνόμενον, ὅτι . . Pl.Tht.161b, cf. S.Ant.61; τοῦτ' ἐννοεῖσθ', ὅταν πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Id.Ph.1440; ταῦτ' ἐννοήσασ' (v.l. ἐννοηθεῖσ') E.Med.882, cf. 900; γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον Pl.Criti.121b. 3 c. gen., take thought for, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι κακῶν E.Med.47; ἐνενόησεν αὐτῶν καὶ ὡς . . he took note of them that... X.Cyr.5.2.18; notice, ἐννενόηκας τῶν λεγομένων πονηρῶν, σοφῶν δέ, ὡς . . Pl.R.519a; ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι . . Id.Hp.Mi. 369e, cf. Tht.168c; ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι draw conclusions from... Id.Hp.Ma.295c. II understand, εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι A.Ag.1088 (lyr.); οὐ γὰρ ἐννοῶ S.OT559, Ph.28: c. part., ἐννοοῦμαι φαῡλος οὖσα E Hipp.435. III intend to do, c. inf., ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι S.OT330, cf. LXX Ju.9.5, Aristeas 133: c. acc. rei, S.Aj. 115. IV think of, invent, Id.Tr.578; ὁδόν X.An.2.2.10; μηχανήν Pl.Lg.798b. V form a notion of, τι Id.Phd.73c sq.; suppose, ὃ δ' ὑμεῖς ἐννοεῖτε, ὅτι . . X.An.6.1.29. VI of words, mean, signify, τί σοι ἄλλο ἐννοεῖ . . τὸ ῥῆμα; Pl.Euthd.287c codd. ἐννό-ημα, ατος, τό, notion, concept, Arist.Metaph.981a6, Epicur.Ep.1p.5U., LXXSi.21.11, Aristeas 189, D.H.Comp.25, Plot.6.6.12, etc.; object of thought, Zeno Stoic.1.19, etc.
German (Pape)
[Seite 847] im Sinne haben, gedenken, erwägen; ἐννοεῖν χρὴ γυναῖχ' ὅτι ἔφυμεν Soph. Ant. 61; Trach. 575; vorhaben, ὅστις τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατοῦσιν ἐννοεῖ Ant. 660; ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι O. R. 330. Eben so im med. mit aor. pass.; ἐννοεῖσθε εὐσεβεῖν Phil. 1426; Eur. ἐννοοῦμαί τι τῶν κεκρυμμένων, Med. 900; ταῦτ' ἐννοηθεῖσα ib. 882; περί τινος, 925; οὐκ ἐννοῶ νῦν γε οὕτως, ich erinnere mich, Plat. Polit. 296 a; τὸ γιγνόμενον οὐκ ἐννοεῖς ὅτι, du erwägst nicht, daß, Theaet. 161 b; ἐννόει, überlege, ὧδε γὰρ ἐννόησον Prot. 324 d; – mit folgdm μή, besorgen, Theag. 122 c; Xen. An. 3, 5, 3. 4, 2, 13. 5, 9, 28. – Aussinnen, ausdenken; μηχανὴν δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Plat. Legg. VII, 798 b; ὁδόν Xen. An. 2, 2, 10. Auch im med., Plat. Hipp. mai. 295 c; τὰς ποίας διαφορὰς ἡμῶν ἐννοηθεὶς λέγεις; Legg. IX, 859 d; – einsehen, verstehen; εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι Aesch. Ag. 1008; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. O. R. 559; οὐδὲν χαλεπὸν ἐννοῆσαι ὃ λέγω Plat. Phaed. 72 b; τὴν ἐπιστήμην ἐννενόηκας καὶ εἴληφας ibid. 74 c; c. partic., ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Eur. Hipp. 435; Plat. ἐννοήσας γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον, daß es in unglücklicher Lage wäre, Critia. 121 b; ἐνενόησεν αὐτῶν, ὡς ἐπηρώτων ἀλλήλους, er bemerkte an ihnen, daß, Xen. Cyr. 5, 2, 18; – ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος ὅτι, ich hörte dich sagen, Hipp. min. 369 e. – Von Wörtern, = bedeuten, τί ἄλλο ἐννοεῖ τοῦτο τὸ ῥῆμα Plat. Euthyd. 287 c. – Bei Her. ἐννώσας = ἐννοήσας, z. B. τὰ λεγόμενα 1, 68; ἐννενώκασι, = ἐννενοήκασι, 1, 86. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοέω: μέλλ. -ήσω, Ἰων. μετοχ. ἀορ. ἐννώσας, Ἡρόδ. 1. 68, 86· πρκμ. ἐννένωκα 3. 6· - παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ἐννοοῦμαι, μετὰ παθ. ἀορ. ἐνενοήθην· ὡσαύτως Ἰων. ὑπερσυντ. ἐννένωτο, Ἡρόδ. 1. 77. Ἔχω ἐν νῷ, σκέπτομαι, διανοοῦμαι, μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα ὅτι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ἐὼν ὁ αὐτ. 1. 86, κτλ.· ἐννοεῖν εἴτε τι ἐλλείπει τοῦτο κατὰ τὴν ὁμοιότητα εἴτε μὴ Πλάτ. Φαίδων 74Α· ἐννοήσας δὲ ὁ Ξενοφῶν, μή, εἰ ἔρημον καταλίποι τὸν ἡλωκότα λόφον, καὶ πάλιν λαβόντες οἱ πολέμιοι ἐπίθοιντο τοῖς ὑποζυγίοις..., καταλείπει κτλ., σκεφθείς, φοβηθεὶς μήπως..., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 13, κτλ.· ἐννούμενοι μή... οὐκ ἔχοιεν, φοβούμενοι μήπως δὲν ἤθελον ἔχει, αὐτόθι 3. 5, 3. 2) μετ’ αἰτ., συλλογίζομαι, ἐξετάζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα Ἡρόδ. 1. 68, πρβλ. 3. 6· ἐνν. τὸ γιγνόμενον, ὅτι... Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 61· ἐννοεῖν περί τινος Πλάτ. Πολ. 591Α· τέκνων ἐννοουμένη πέρι Εὐρ. Μήδ. 925· τοῦτ’ ἐννοεῖσθ’, ὅταν πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Σοφ. Φιλ. 1440· ταῦτ’ ἐννοηθεῖσ’ (διαφ. γραφ. ἐννοήσασ’) Εὐρ. Μήδ. 882, πρβλ. 900. 3) μετὰ γεν., ἔχω ἰδέαν περί τινος. μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενος κακῶν αὐτόθι 47· ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ὡς..., παρετήρησε δέ..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι..., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάτ. 369Ε· πρβλ. Θεαίτ. 168C: - ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι, ἐξάγειν συμπεράσματα ἔκ τινος, ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 295C. ΙΙ. ἐννοῶ, καταλαμβάνω, εἰ σὺ μὴ τόδ’ ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1088· οὐ γὰρ ἐννοῶ, δὲν εἰμπορῶ νὰ καταλάβω, Σοφ. Ο. Τ. 559, Φιλ. 28· μετὰ μετοχ. ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Εὐρ. Ἱππ. 435, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Β. ΙΙΙ. ἔχω κατὰ νοῦν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐννένωτο στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77· ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι...; ἐννοεῖς νὰ μᾶς προδώσῃς...; Σοφ. 330· μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ αὐτ. Αἴ. 115, Ἀντ. 664. IV. ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, τοῦτ’ ἐννοήσασ’, ὦ φίλαι,... χιτῶνα τὸν δ’ ἔβαψα Σοφ. Τρ. 578· σκέπτομαι, ἐπινοῶ, εὑρίσκω, πότερον ἄπιμεν ἥνπερ ἤλθομεν ἢ ἄλλην τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω Ξεν. Ἀν. 2. 2, 10· μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Πλάτ. Νόμοι 798Β. V. ἐννοῶ, σχηματίζω ἰδέαν περί τινος, τι Πλάτ. Φαίδων 73C. κἑξ.: ὑποθέτω, ὃ δι’ ὑμᾶς ἐννοεῖτε Ξεν. Ἀν. 6. 1. 29. VI. ἐπὶ λέξεων, σημαίνω, δηλῶ, ἐννοῶ, τί σοι ἄλλο ἐννοεῖ... τὸ ῥῆμα; Πλάτ. Εὐθύδ. 287C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. avoir dans l’esprit :
1 songer, réfléchir : τι, περί τινος à qch ; avec l’inf. songer à faire qch ; avec μή, songer ou veiller à ce que… ne, craindre que;
2 imaginer, inventer : τι qch;
II. se mettre dans l’esprit, comprendre, se représenter : τινος ὡς remarquer au sujet de qqn, remarquer que qqn;
Moy. ἐννοέομαι-οῦμαι (ao. Pass. ἐνενοήθην);
1 songer, réfléchir : τι à qch;
2 comprendre, s’apercevoir ; avec un part. : ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα EUR je vois que j’avais tort.
Étymologie: ἐν, νοέω.