ἄνεμος

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνεμος Medium diacritics: ἄνεμος Low diacritics: άνεμος Capitals: ΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: ánemos Transliteration B: anemos Transliteration C: anemos Beta Code: a)/nemos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A wind, πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο Il.12.207; ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13.795; ὦρσεν . . ἀνέμοιο θύελλαν 12.253; ἀνέμοιο . . δεινὸς ἀήτης 15.626, cf. 14.254; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.407, etc.; ἀνέμων πνεύματα Hdt.7.16.ά, E.HF102; ῥιπαί S.Ant.137.930 (both lyr.); ἀήματα A.Eu.905; αὖραι E.Med.838; πνοιαί Ar.Av.1396; ἀνέμων φθόγγος Simon.37.10; ἀνέμου κατιόντος μεγάλου a gale having come on, Th.2.25; ἀνέμου ἐξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Eup.320; ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς the wind being set in the north, Th.6.104; ἀνέμοις φέρεσθαι παραδιδόναι τι cast a thing to the winds, E.Tr.419, cf. A.R.1.1334; κατ' ἄνεμον στῆναι stand to leeward, Arist.HA541a26, cf. Plu.2.972a; κατ' ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι ib.979c: metaph., ἄνεμος . . ἄνθρωπος 'unstable as the wind', Eup.376; φέρειν τιν' ἄρας (sic l.) . a very wind to carry off, Antiph.195.5 (Lobeck); ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις try to catch the wind, and ἀνέμῳ διαλέγεσθαι talk to the wind, Zen.1.38; ἀνέμους γεωργεῖν 'plough the sands', ib.100.    2 cardinal point, quarter, ἐκ τῶν τεσσάρων ἀ. LXXZa.2.6, Annales du Service19.40 (Theadelphia, 93 B.C.), Ev.Matt.24.31, al., Vett.Val. 140.6, PFlor.50.104: sg., ib.20.19 (ii A.D.); τὸ κατ' ἄνεμον aspect, POxy.100.10 (ii A.D.).    II wind in the body, Hp.Mul.2.179, al. (From ἀνε- 'blow, breathe', cf. Skt. áni-ti 'breathes', Goth. uzanan 'expire', etc.)

German (Pape)

[Seite 222] (ἄημι), ὁ, das Wehen, Lufthauch, Wind, von Hom. an überall; ἀργαλέων ἀνέμων ἀέλλῃ Iliad. 13, 795; πάσας ἀέλλας παντοίων ἀνέμων Od. 5, 293; ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη Iliad. 15, 626; ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν Od. 11, 400; λιγέων ἀνέμων ἀυτμένα Od. 3, 289; ἀνέμοιο θύελλαν Iliad. 12, 253; ἀνέμου πνοιή Od. 6, 20; πνοιῇς ἀνέμοιο Iliad. 12, 207; πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων 17, 56; τὸν δ' οὔ ποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων 2, 397. Uebertr., ἐχθίστων ἀνέμων ῥιπαί Soph. Ant. 137, vom Grimme des Wuth schnaubenden Kriegers; δοῦναί τι ἀνέμοις, etwas in den Wind schlagen, Ap. Rh. 1, 1334. – Eupol. B. A. 13 ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος, ein windiger Mensch.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνεμος: ὁ, ῥεῦμα ἀέρος, Ὅμ., κτλ. πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ Ν. 795· ὦρσεν... ἀνέμοιο θύελλαν Μ. 253· ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης Ο. 626, πρβλ. Ξ. 254· ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 407, κτλ.: - οὕτως, ἀνέμων πνεύματα Ἡροδ. 7.16, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 102· ῥιπαὶ Σοφ. Ἀντ. 137, 929· ἀήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 90· αὖραι Εὐρ. Μήδ. 838· πνοιαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1396· ἀνέμου φθόγγοι Σιμωνίδ. 7.12· ἀνέμου κατιόντος μεγάλου, ἐπελθούσης ἰσχυρᾶς καταιγίδος, Θουκ. 2. 25· ἀνέμου ’ξαίφνης ἀσελγοῦς γενομένου Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25· ἁρπασθεὶς ὑπ’ ἀνέμου ... ὃς ἐκπνεῖ ταύτῃ μέγας κατὰ Βορέαν ἑστηκώς, ὅτανβόρειος, Θουκ. 6. 104· ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμ’, ῥίπτω τι εἰς τοὺς ἀνέμους, Λατ. ventis tradere, Εὐρ. Τρῳ. 419, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1334· κατ’ ἄνεμον στῆναι, ἵσταμαι οὕτως ὥστε νὰ προσβάλλωμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5. 13, πρβλ. Πλούτ. 2. 972Α: - Παροιμ. ἄνεμος... ἄνθρωπος, ἀσταθὴς ὡς ὁ ἄνεμος, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 78· τοιουτοσὶ τίς εἰμι.. .φέρειν τιν’ ἄρας (οὕτως ἀναγνωστέον) ἄνεμος, νὰ σηκώσω τινὰ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν φέρω εἶμαι σωστὸς ἄνεμος, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 5· ἀνέμους θηρᾶν ἐν δικτύοις, «πιάνω τὸν ἄνεμο μὲ τὸ δίχτυ», καί, ἀνέμῳ διαλέγεσθαι, Παροιμιογρ. - Ὁ Ὅμηρ. καὶ ὁ Ἡσ. ἀναφέρουσι μόνον τέσσαρας ἀνέμους, Βορέαν, Εὖρον, Νότον (ὁ Ἡσ. Ἀργέστην) καὶ Ζέφυρον· πρβλ. Γλάδστωνος Ὁμηρικὰς Μελέτας 3. 272 κἑξ. Ὁ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 6, ὀνομάζει δώδεκα, οἵτινες ἐχρησίμευαν πρὸς ὁρισμὸν τῶν διαφόρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος, πρβλ. Güttl. Ἡσ. Θ. 379. ΙΙ. ἄνεμος ἐν τῷ σώματι, φῦσα, Ἱππ. 665. 24 [Ἐκ τῆς √ ΑΝ πρβλ. Σανσκρ. an, an-imi (spiro), an-as (spiritus) an-ilas (ventus)· Λατ. an-imus, an-ima (πρβλ. Ὁρατ. ᾮδ. 4. 12, 2 Κικ.Tusc. 1. 9· Γοτθ. ahma (πνεῦμα) us-an-an (ἐκπνεῖν)· Παλαιο-Σκανδιν. an-di önd (anima). - Ἡ ῥίζα τοῦ Λατ. ventus, κτλ. φαίνεται ὅτι εἶναι διάφορος, ἴδε ἐν λ. ἄημι].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 vent;
2 fig. agitation de l’âme, passion tumultueuse.
Étymologie: cf. lat. animus, anima.