ἀνελευθερία
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ,
A illiberality of mind, servility, joined with κολακεία, Pl.Smp.183b, R.590b, etc. 2 esp. in money matters, stinginess, X.Cyr.8.4.32, Arist.EN1107b10, 1121b13, etc.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit κολακεία vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der ὑπερηφανία entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der ἐλευθεριότης entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελευθερία: ἡ, ἔλλειψις ἐλευθέρου φρονήματος, μικροπρέπεια· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς κολακείας, τῶν μὲν ὀνειδιζόντων κολακείας καὶ ἀνελευθερίας Πλάτ. Συμπ. 183Β, Πολ. 590Β, κτλ. 2) ἰδίως ἐν χρηματικαῖς ὑποθέσεσιν, ἔλλειψις ἐλευθεριότητος, φιλαργυρία, φειδωλία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4., 4. 1, 37 κἑξ. Μεταξὺ τῶν χαρακτήρων τοῦ Θεοφρ. εἶναι καὶ εἷς περὶ ἀνελευθερίας, κεφ. ΚΒϳ, σ. 116, ἔκδ. Κοραῆ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiments indignes d’un homme libre, bassesse, grossièreté;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: ἀνελεύθερος.