φανός

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾱνός Medium diacritics: φανός Low diacritics: φανός Capitals: ΦΑΝΟΣ
Transliteration A: phanós Transliteration B: phanos Transliteration C: fanos Beta Code: fano/s

English (LSJ)

ή, όν, (contr. fr. φαεινός)

   A light, bright, Parm.8.41, Phryn. Com.93; ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρί Pl.Phlb.16c; ἵνα ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω X.Cyn.10.7; τὸ φ. brightness, light, ib.5.18; στρέφειν πρὸς τὸ φ. ἐκ τοῦ σκοτώδους Pl.R.518c, cf. 478c (Comp.); φανά τε καὶ καλά ib.506d, cf. Phld.Po.2.45; φανότατος ἀήρ Gal.18(2).285; τοῖς φανοτάτοις θεῶν Ἡλίῳ καὶ Σελήνῃ Hld.10.4.    2 of garments, washed clean, χλαῖνα Ar.Ach.845 (lyr.); σισύρα Id.Ec.347.    3 bright, joyous, φαναῖς ἐν εὐφροσύναις A.Pr.538 (lyr.); φ. βίον διάγειν Pl.Phdr. 256d.    4 conspicuous, ἐλλόγιμος καὶ φ. Id.Smp.197a.    5 Adv. -νῶς clearly: Comp. φανότερον Jul.Or.4.145b; Sup. φανότατα, Luc. Hist.Conscr.44.    II Φᾶνος, ὁ (properisp., cf. Hdn.Gr.1.175), name of a συκοφάντης, Ar.Eq.1256.
φᾱνός, ὁ,

   A torch, Ar.Lys.308; ὑπὸ φανοῦ πορεύεσθαι X.Lac.5.7; ποῖος φ. τοιοῦτος οἷος ὁ ἥλιος; Alex.87; distd. from λύχνος, Anaxandr.48, cf. Phryn.40; but prob. = λύχνος in UPZ5.18, 6.15 (ii B. C.), Stud.Pal.10.251.2 (vi A. D.); μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων Ev.Jo.18.3, cf. PLond.3.1159.59 (ii A. D.): the form πᾱνός (prob. a different word) is found in A.Ag.284, S.Fr.184, E.Ion 195 (lyr.), Fr.90, Diph.6, Men.62.    II φ. ὑελοῦς glass cover, Olymp.Alch.p.75 B.    2 a form of still, Zos.Alch.p.224 B.

German (Pape)

[Seite 1254] ὁ, Leuchte, Licht, Fackel; Ar. Lys. 308; Ep. ad. 24 (XII, 116); Schol. Hephaest. p. 2. S. auch πανός u. nom. pr. licht, hell, leuchtend; πῦρ Plat. Phil. 16 c; – glänzend weiß, χλαῖνα, σισύρα, Ar. Ach. 810 Eccl. 348, rein gewaschen; – Ggstz σκοτώδης Plat. Rep. VII, 518 c; – auch übertr., εὐφροσύναι Aesch. Prom. 536; φανὸν βίον διάγειν Plat. Phaedr. 256 d; – in die Augen fallend, berühmt, καὶ ἐλλόγιμος Plat. Conv. 197 a. – [Ueber die Länge des α s. Draco p. 86, 5. Dah. compar. φανότερος, φανότατος, s. Plat. Rep. VII, 518 c Phil. 16 c.]

Greek (Liddell-Scott)

φανός: -ή, -όν, (ἴδε φάω) φωτεινός, λαμπρός, ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ἵνα ὡς φανότατον ᾗ τὸ ἔσω Ξεν. Κυν. 10, 7· ― τὸ φανόν, τὸ λαμπρόν, ἡ λαμπρότης, φῶς, αὐτόθι 5, 18· στρέφειν πρὸς τὸ φαν. ἐκ τοῦ σκοτώδους Πλάτ. Πολ. 518C, πρβλ. 478C· φανά τε καὶ καλὰ αὐτόθι 506D. 2) ἐπὶ ἐνδυμάτων, καθαρός, πεπλυμένος, σισύρα Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· χλαῖνα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 347. 3) λαμπρός, χαροπός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, ὡς τὸ φαιδρός· φαναῖς ἐν εὐφροσύναις Ἀσχύλ. Πρ. 540· φ. βίον διάγειν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· ἐκ φανοτέρου βίου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 518Α. 4) ἐπιφανής, περιφανής, ἐλλόγιμος καὶ φ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 97Α. 5) Ἐπίρρ. -νῶς, ἐμφανῶς, περιφανῶς, Γρηγ. Ναζ.· ὑπερθ. φανότατα, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44. ΙΙ. Φᾶνος (ὁ προπερισπ.) ἐν χρήσει ὡς ὄνομα ἀντὶ τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1256. ― Τὸ ἐπίθετον τοῦτο, οὗ πολλὴ χρῆσις γίνεται παρὰ Πλάτ., πολλαχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ φανερός, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 478C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 106, 108.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
clair ; lumineux, brillant ; particul. brillant de propreté, propre ; fig. radieux, joyeux.
Étymologie: φαίνω.
2οῦ (ὁ) :
lumière, particul. flambeau.
Étymologie: φαίνω.