ἀπερίληπτος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον,
A uncircumscribed, ἐξουσία ἀ. absolute power, Plu.Pomp.25; indeterminate, Theol.Ar.58; not to be embraced or comprehended, λόγῳ Ph.2.24; ἐπιστήμῃ Iamb.VP29.159: abs., τῷ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6, cf. Procl.Inst.150; incomprehensible, Iamb.Myst.1.7, Dam.Pr.7; ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμὸν κόσμοι Gal.8.159, cf. A.D.Synt.5.14; indefinite (opp. infinite) οὐχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλὰ μόνον ἀ. Epicur.Ep.1p.8U., cf.Placit. 1.3.8, Corn.ND9.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίληπτος: -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, ἀπεριόριστος, τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ ἄπειρος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non circonscrit, sans limites.
Étymologie: ἀ, περιλαμβάνω.