ἀνασκευάζω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκευάζω Medium diacritics: ἀνασκευάζω Low diacritics: ανασκευάζω Capitals: ΑΝΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: anaskeuázō Transliteration B: anaskeuazō Transliteration C: anaskevazo Beta Code: a)naskeua/zw

English (LSJ)

   A pack up the baggage (τὰ σκεύη), and so, carry away, remove, τὴν ἀγορὰν εἴσω X.An.6.2.8, etc.; ἀ. τοὺς Ἀθηναίους ἐκ θαλάττης divert them from naval enterprise, Philostr.VS1.17.3, cf.1.25.7:— in Med., break up camp, march away, Th.1.18; κατεσκευάζετο καὶ πάλιν ἀ. X.Cyr.8.5.2, etc.    2 dismantle a place, Th.4.116:—in Med., dismantle one's house or city, Id.1.18.    3 waste, ravage, X.Cyr.6.2.25 (Pass.); ἀ. τὰς συνθήκας break them, Plb.9.31.6:—in Med., τάφον Plu.2.578f.    4 Pass., to be bankrupt, τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης D.33.9, cf. 49.68; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν broken bankers, ibid.: metaph., ἀνεσκευάσμεθα E.El.602.    5 of logicians, demolish opponent's arguments, definitions, etc., opp. κατασκευάζειν, Arist.APr.43a2, cf. Rh.1401b4, Str.1.2.18, Polystr. p.24 W.    6 reverse a decision or judgement, Vett. Val.283.23 (Pass.): metaph., ἀ. ψυχάς disturb, opp. οἰκοδομέω, Act.Ap.15.24, cf.9.31.    7 Medic., remove, νόσον Sor.2.8.    II build again, remodel, Str.16.1.5:—also in Med., build, οἴκους J.BJ6.5.2.

German (Pape)

[Seite 207] 1) wieder aufpacken, bes. vom Troß u. Gepäcke der Soldaten (vgl. Xen. Cyr. 8, 5, 4 συντίθησι μὲν ἕκαστος σκεύη οἷσπερ τέτακται χρῆσθαι, ἀνατίθενται δ' αὖ ἄλλοι ἐπὶ τὰ ὑποζύγια); dah. aufpacken u. fortschaffen, Xen. An. 5, 10, 8 Cyr. 6, 2, 25, wo es schon in die Bdtg plündern übergeht; auch in fremde Gegenden versetzen, Heracl. Pont. bei Ath. XII, 537 a; niederreißen, zerstören, neben ἀναιρέω Thue. 4, 116; ἦ πάντ' ἀνεσκευάσμεθα, gänzlich zu Grunde gerichtet, Eur. El. 602; συνθήκας, Bund brechen, Pol. 9, 81; φήμην 12, 25. Von Geldwechslern, ihren Wechseltisch abbrechen, Bankerott machen, ἀνασκευασθείσης τῆς τραπέζης Dem. 33, 9; vgl. 49, 68. Bei den Rhetoren: die Gründe des Gegners widerlegen, Arist. rhet. 2, 24 top. 2, 2, oft. – Med., seine Sachen zusammenpacken u. wegziehen, Thuc. 1, 18; Plut. Syll. 15, oft; D. Hal. 8, 68; auch zerstören. – 2) wieder aufbauen, Strabo; wieder in Stand setzen, heilen, Medic.; βλάβην, wieder gut machen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκευάζω: ἀντίθ. τῷ κατασκευάζω, συσκευάζω, συνάγω καὶ δένω τὰς ἀποσκευὰς πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. vasa colligere, convasare, καὶ ἑπομ., μετακομίζω, τὴν ἀγορὰν (τὰ ὤνια δηλ. ἢ τὰ ἐπιτήδεια) εἴσω ἀνεσκεύασαν, «τὰ ἐμάζευσαν καὶ τὰ ἐπῆγαν μέσα» Ξεν. Ἀν. 6. 2, 8, κτλ.: ― ἀπείργω, κωλύω, ἀπομακρύνω, ἀνεσκεύαζε τοὺς Ἀθηναίους τῆς θαλάσσης, ὡς κακῶς ἐν αὐτῇ ἀκούοντας Φιλόστρ. 505: ― συχν. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαλύω τὸ στρατόπεδον, ἀπέρχομαι, Θουκ. 1. 18· εὐτάκτως κατεσκευάζετο καὶ πάλιν ἀνεσκευάζετο Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2, κτλ. 2) ἀπογυμνῶ ἐντελῶς τόπον τινά, μετακομίζω πᾶν ὅ,τι εὕρω ἐν αὐτῷ, καὶ τὴν Λήκυθον καθελὼν καὶ ἀνασκευάσας τέμενος ἀνῇκεν ἅπαν Θουκ. 4. 116· καὶ κατὰ μέσ. διάθεσιν, ἀπογυμνῶ τὴν ἑμαυτοῦ οἰκίαν ἢ πόλιν, λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ πᾶν ὅ,τι ἔχω, καὶ ἀνασκευασάμενοι ἐς τὰς ναῦς ἐσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο ὁ αὐτ. 1. 18. 3) καταστρέφω, ἐρημώνω, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 25· ἀκυρῶ, ἀνασκευάζειν μέλλετε συνθήκας Πολύβ. 9. 31, 6. 4) παθ., ὡς τεχνικὸς ὅρος, πτωχεύω, διαλύομαι, τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης Δημ. 895. 5· ἀνασκευάζονται αἱ τράπεζαι, διαλύονται, Δημ. 1205. 2· οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν, οἱ πτωχεύσαντες, ὁ αὐτ. 1204. 26· οὕτω καὶ μεταφ., ἢ πάντ’ ἀνεσκευάσμεθ’, ὥσπερ αἱ τύχαι; ἢ εἴμεθα καθ’ ὅλα κατεστραμμένοι, ὡς αἱ περιουσίαι ἡμῶν, Εὐρ. Ἠλ. 602. 5) ἐπὶ τῶν διαλεκτικῶν, ὡς τὸ ἀναιρέω, ἀνατρέπω, ἀναιρῶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 26, 3, καὶ ἀλλ., κατασκευάζειν ἢ ἀν. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 24, 4. ΙΙ. ἀνοικοδομῶ, Στράβ. 738· ὡσαύτως κατὰ μέσ. τύπον, Πλούτ. 2. 578F.

French (Bailly abrégé)

1 enlever et transporter les bagages ; particul. enlever de la place publique la table d’un banquier failli;
2 renverser, détruire, raser (une ville), dévaster;
Moy. ἀνασκευάζομαι;
1 enlever ses meubles, ses bagages, etc. ; lever le camp, partir;
2 reconstruire, restaurer pour soi.
Étymologie: ἀνά, σκευάζω.