ἡγέομαι
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
Dor. ἁγ- (irreg. pres. part.
A ἁγώμενος Hymn.Curet.4), impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., Ion. -εύμην Hdt.2.115, ἡγέοντο Id.9.15: fut. ἡγήσομαι Il.14.374, etc.: aor. 1 ἡγησάμην Od.14.48, etc.: aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): pf. ἥγημαι Hdt.1.126, 2.115, ἅγημαι Pi.P.4.248:—go before, lead the way, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125; ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300, etc.; πρόσθεν δὲ . . Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96; ἡγοῦ πάροιθε E. Ph.834; ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65; ἐς τεῖχος Il.20.144; κλισίηνδε Od.14. 48, cf. Hdt.2.93, etc.; ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al. b c. dat. pers., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101; ἐκ Δουλιχίου . . ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Ar.Pl.15; ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2. c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263; ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15. d c. acc. loci, ἥ οἱ . . πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82; ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp.501. e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23. f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr.241, Phlp.in GC195.13, in Ph.496.14. g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47. 2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing, θεῖος ἀοιδὸς . . ἡμῖν ἡγείσθω . . ὀρχηθμοῖο Od.23.134; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d; ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg.730c; ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1, cf. Call.Del.313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25; φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men.97c; ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15: also, τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd.281a. 3 c. dat. rei, to be leader in . ., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469. 4 c. acc. rei, lead, conduct, ἡ. τὰς πομπάς D.21.174; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; τὰς τύχας E.Supp.226: with adverbial acc., ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99. 5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74. II lead, command in war, c. dat., νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687; ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211; ἡ. Μῄοσιν 2.864; λόγχαισιν E.Ba.1360; ἑτέροις Lys. 31.17, cf. X.An.5.2.6; ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180: also generally, πόλει E.Fr.282.24; but usu. c. gen., Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ' . . ἐπικούρων Il.12.101; ἡγήσατο λαῶν 15.311, cf. 2.567, al.; ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10; ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν Isoc.9.45: abs., to be in command, Id.16.21, etc. 2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148; οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph.386, cf. A.Ag.1363; ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men, Act.Ap. 15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al. 3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president, συνόδου PGrenf.2.67.3 (iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.); ἱερέων PLond. 2.281.2 (i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.). b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.); ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44. c of subordinate officials, ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19 (i A.D.); κώμης PRyl.125.3 (i A.D.). d abbot, Just.Nov.7.1, al.: fem. -μένη abbess, ibid. 4 ἡγούμενος as Adj., principal, πυλών PFlor.382.15 (iii A.D.), POxy.55.9 (iii A.D.). III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in pf. ἥγημαι, 3pl. ἡγέαται), etc.; ἡ. τι εἶναι Id.1.126, al.; ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν . . πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC278, cf. Th.2.89, Ar.Nu.1020 (lyr.), etc. 2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ A.Pr.1035; ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον Id.Ch.902, cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph.1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ . . τὰ ψευδῆ λέγειν; ib.108, cf. Ant.1167; τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10; περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115; περὶ πλείονος Isoc.19.10; περὶ πλείστου Th.2.89; περὶ οὐδενός Lys.7.26; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med.454. 3 esp. of belief in gods, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec.800, Ba.1326; δαίμονας ἡ. Pl.Ap.27d. 4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ . . Th.2.42 (s.v.l.); ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114 (ii A.D.); ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt.346b. IV pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 (ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. (sāg-, cf. Lat. praesagio.)
German (Pape)
[Seite 1150] (ἄγω), dep. med.; das act. ist nur von Grammatikern, wie Hdn. περὶ μον. λ. p. 45 Arcad. p. 150, 22 angenommen; – 1) vorangehen; absolut, ἃς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ' ἅμ ἕποντο Il. 12, 251, öfter; auch πρόσθεν ἡγεῖτο, 24, 96 (vgl. Eur. Bacch. 920, πάροιθε Phoen. 841); ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη –, ὁ δ' ἔπειτα μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο Od. 2, 405; ὁδὸν ἡγήσασθαι, den Weg zeigen, Od. 10, 263; der Wegweiser sein u. als solcher zeigen, καὶ ἂν παῖς ἡγήσαιτο 6, 300; ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο 6, 114; οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο 7, 22, möchtest du mir nicht das Haus zeigen (indem du auf dem Wege dahin mir vorangehst); so ἄστεα δ' ἀνθρώπων ἡγήσομαι 15, 82, vgl. κήρυκα προΐει – ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα 13, 65 u. κλισίηνδε ἡγήσατο 14, 48; ἐς τεῖχος Il. 20, 144; π οτὶ πτόλιν 22, 101. So auch die Tragg., ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη Aesch. Spt. 627, vgl. Pers. 392 Eum. 964; μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός, wie der Gott mich leitet, Eum. 33; ἡγεῖσθε βωμοὺς ἀστικούς, führt mich dahin, zeigt sie mir, Suppl. 496; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα, οὗτος δ' ἀκολουθεῖ Ar. Plut. 15; τοῖς προβατίοις 299; in Prosa, ἡγέομαί σοι τὴν ὁδόν Her. 9, 15; ἐπὶ θάνατον 3, 14; ἡγεῖται τὸ ποιοῦν ἀεὶ κατὰ φύσιν, τὸ δὲ ποιούμενον ἐπακολουθεῖ Plat. Phil. 27 a; im Ggstz von ἕπομαι, Phaed. 93 a, wie Od. 1, 125; Thuc. ὁ μἐν ἡγούμενος, ἡ δ' ἐφεπομένη, 3, 45; ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται, es wird sich keiner finden, der uns den Weg weisen wird, Xen. An. 2, 4, 5; οἵτινες ὑμῖν συμμαχοῦνταί τε καὶ τὴν ὁδὸν ἡγήσονται u. dgl. öfter; ἡγεῖτο μὲν Χειρίσοφος, ὠπισθοφυλάκει δὲ Εενοφῶν, Cheiris. zog voran, führte die Vorhut, 4, 1, 15; auch πρὸς τὰ ἐπιτήδεια, = ἄγειν, 2, 3, 9; – ἡγ. εἰς φιλότητα, den ersten Schritt zur Freundschaft thun, Hes. O. 714; τὸ ἡγούμενον dem λῆγον entgeggstzt, S. Emp. pyrrh. 2, 111, wie adv. log. 2, 110 u. oft. – 21 als Anführer seiner Schaar voranziehen, sie anführen, befehligen, u. absol., Anführer, Befehlshaber sein; c. dat., νῆες, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο, die Ach. nach Troja führte, Il. 16, 169, Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν ἡγεόμην 5, 211; ἐκ Δουλιχίου ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od. 16, 397; 24, 469; πόλει Eur. bei Ath. X, 413 e; Κλέαρχος τοῖς ἄλλοις ἡγεῖτο, οἱ δὲ εἵποντο, er ging den Uebrigen voran, Xen. An. 2, 2, 8; Εενοφῶν ἡγεῖτο τοῖς ὁπλίταις, befehligte sie, 5, 2, 6; οἱ σοφοὶ ταῖς πόλεσιν Plat. Men. 99 b, – c. gen., wobei der Begriff des Gebieteus mehr hervortritt, ἡγήσατ' ἀγακλειτῶν ἐπικούρων Il. 12, 101; λαῶν 15, 311 u. öfter; λεῶν, ὧν ὅδ' ἡγεῖτο Soph. Ai. 1080; πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ηγουμένων Phil. 386, der Anführer, der Regierenden, wie es auch Aesch. Ag. 1336 absolut braucht; Andere in Prosa, Xen. An. 3, 1, 25; παντὸς τῶν Ἑλλήνων στρατοῦ Her. 7, 161; Πέρσαι – τῆς Ἀσίας Plat. Menex. 239 d; Κλέαρχον τοῦ δεξιοῦ κέρως ἡγεῖσθαι Xen. An. 1, 7, 1; τῆς πόλεως Mem. 1, 7, 5 u. Sp.; bes. die Hegemonie unter den griechischen Staaten haben, Plut. Them. 7 Aristid. 24. – Auch τινί τινος, z. B. ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμ οῖο, er soll mit seinem Spiele zum Tanze anführen, uns zum Tanze vorspielen, Od. 23, 134; πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις Pind. P. 4, 248, vgl. Mosch. 2, 121. ἀνθρώποις ἡγούμενοι ᾠδῆς Plat. Alc. I 125, c; allgemeiner, in Etwas vorangehen, leiten, anordnen, auch hervorrufen, auctorem esse, ἁγεῖτο παντοίων νόμων Pind. N. 5, 25; ἀλήθεια πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάντων δὲ ἀνθρώποις Plat. Legg. V, 730 c; φρόνησις μόνον ἡγεῖται τοῦ ὀρθῶς πράττειν Men. 97 c; ἂν ὀρθῶς ἡμῖν ἡγῶνται τῶν πραγμάτων ibd. a; ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη καὶ κατορθοῦσα τὴν πρᾶξιν Euthyd. 281 a; ἐν τῇ τέχνῃ Sosip. Ath. IX, 378 f; vgl. Plat. Charm. 172 a. – Einen acc. der allgemeinen Beziehung vrbdí damit Soph. ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνθ' ἡγουμένην, in allen Dingen, Phil. 99; vgl. ὁ θεὸς τὰς τύχας ἡγούμενος Eur. Suppl. 225. – 31 wie duco, meinen, glauben, u. mit doppeltem acc. Einen dafür halten, ζῶντα γάρ νιν κρείσσον' ἡγήσω πατρός Aesch. Ch. 892; αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνονα Prom. 1037; οὐκ αἰσχρὸν ἡγεῖ τὰ ψευδῆ λέγειν Soph. Phil. 108, öfter, wie Eur.; τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Her. 2, 40, öfter; so oft im perf., das sonst selten, z. B. Eur. Phoen. 553 (bei Dem. 43, 66 in einem Orac. ist ἁγημένα passivisch gebraucht); φίλον γάρ σε ἡγοῦμαι Plat. Gorg. 473 a; bei Folgdn sehr gewöhnlich; θεοὺς ἡγεῖσθαι, glauben, daß Götter sind, Götter glauben, Eur. Hec. 800; Bacch. 1325; Ar. Equ. 32; τούτους μόνους θεοὺς ἡγεῖσθαι Plat. Crat. 397 c; εἴπερ δαίμονας ἡγοῦμαι Apol. 27 d; Sp.; vollständig sagt Her. 3, 8 Διόνυσον δὲ θεὸν μοῦνον καὶ τὴν Οὐρανίην ἡγεῦνται εἶναι. – Man bemerke noch περὶ πολλοῦ ἥγημαι, ich halte es hoch, Her. 2, 115; περὶ πλείονος, Isocr. 19, 10; κόσμον καὶ σιγὴν περὶ πλείστου ἡγεῖσθε, ihr achtet Ordnung am höchsten, Thuc. 2, 89.