βασίλειος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσίλειος Medium diacritics: βασίλειος Low diacritics: βασίλειος Capitals: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Transliteration A: basíleios Transliteration B: basileios Transliteration C: vasileios Beta Code: basi/leios

English (LSJ)

ον, also α, ον A.Pers.589, IG12.115; Ion. and Aeol. βᾰσιλ-ήϊος, η, ον, also βᾰσιλ-ῇος Melinnoap.Stob.3.7.12, Hymn.Is.138:—

   A royal, δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι κτείνειν Od.16.401; ὁ β. θρόνος Hdt.1.14, etc.; used by Trag. in lyr., β. οἶκοι, μέλαθρα, A.Ag.157, Ch.343; ἰσχύς, τιάρα, Id.Pers.589,661; νόστος ὁ β. the king's return, ib.8; τοῖς β. νόμοις S.Ant.382; cf. πῆχυς.    2 of the archon βασιλεύς, ἡ β. στοά IG12.115, Arist.Ath.7.1, Paus.1.3.1 (also of the basilica of Herod at Jerusalem, J.AJ15.11.5).    3 'royal', i.e.choice, μύρον Sapph.Supp.23.19, Crates Com.2; cf. βασίλεια· γένος ἰσχάδων, Hsch.    4 Ἄρτεμις βασιληΐη, divinity in Thrace, Hdt.4.33.

German (Pape)

[Seite 436] ον, βασιλεία z. B. ἰσχύς Aesch. Pers. 589; Paus. 3, 1, 5 Lesart der codd.; ion. u. ep. βασιλήϊος, Her. βασιληΐη πόλις 7, 209; königlich, fürstlich; γένος βασιλήιον, ἅπαξ εἰρημ., Od. 16, 401; θρόνος Her. 1, 14 u. sonst überall; ἡ βασίλειος στοά Ar. Eccl. 685, die Säulenhalle, wo der Archon βασιλεύς Gericht hält, auch der Areopag sich versammelt, Dem. 25, 23, nach B. A. 229 von Ζεὺς βασιλεύς benannt. Das neutr. als subst. gew. a) τὰ βασίλεια, königliche Wohnung, Palast, Residenz, schon Her. 1, 30 βασιλήϊα, u. öfter; Ar. Ach. 80; Plat. Crit. 115 c; Xen. oft, der auch den sing. so häufig braucht, Cyr. 2, 4, 3. 7, 5, 25; Pol. 3, 15; D. Sic. 20, 24. – b) τὸ βασίλειον. königlicher Schatz, Her. 2, 149 u. Sp. – c) das Diadem, Plut. Is. et Os. 19; bei Sp. = βασιλεία, z. B. Plut. Agis 11.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλειος: -ον, καὶ α,ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 589· Ἰων. -ή ïος,η,ον,Αἰολ. βασιλῆος Μελιννὼ παρὰ Στοβ. 87..23,Ἐπιγρ.Ἀνδρ.ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμ. 1028.48· -τοῦ βασιλέως,βασιλικός, δεινὸν δὲ γένος βασιλήïον ἐστι κτείνειν Ὀδ.II.401· ὁ β. θρόνος Ἡρόδ.1.14,κτλ.· β. οἶκοι, μέλαθρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 156,Χο.343· ἰσχύς,τιάρα ὁ αὐτ. Πέρσ. 589,663· νόστος ὁ β. , τοῦ βασιλέως ἡ ἐπιστροφή, αὐτόθι 8· τοῖς β. νόμοις Σοφ. Ἀντ. 382· -πρβλ. πῆχυς V,στοά ΙΙ.2.2) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἄρχοντα βασιλέα, ἡ β. στοά,ἴδε στοά.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. de roi, royal ; τὸ βασίλειον :
1 demeure ou résidence royale;
2 trésor royal;
3 insigne de la royauté, diadème;
II. de l’archonte-roi, à Athènes.
Étymologie: βασιλεύς.