μετεωρίζω
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
English (LSJ)
A raise to a height, τὸ ἔρυμα Th.4.90; τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω -ίζουσα Pl.Phdr.246d; τὰ σκέλη lift the legs, X.Eq.10.4; ἑαυτόν ib.11.7, cf. Cyn.10.13; of a dolphin, δελφινίσκον μ. τῷ νώτῳ lifts or buoys it up on his back, Arist. HA631a18, cf. 602b27; τοὺς πόδας μ., of quadrupeds, Id.IA711b19; τὸ πνεῦμα μ. cause one to pant (cf. μετάρσιος 111), Id.Pr.885a33; ναῦν μ. εἰς τὸ πέλαγος put it out to sea, Philostr.VA6.12 (also abs., πλεῖν -ίζουσα ἐς τὸ πέλαγος Id.Her.8.3):—Med., τοὺς δελφῖνας μετεωρίζου heave up your dolphins (v. δελφίς 11), Ar.Eq.762:—Pass., to be raised up, Pl.Ti.63c; to be suspended, σχοινίοις POxy.904.6 (v A.D.); of smoke or dust, rise, X.Cyr.6.3.5; of wind, Ar.Nu.404; of water vapour, Hp.Aër.8, Arist.Mete.346b28, al.; of ships, μετεωρισθεὶς ἐν τῷ πελάγει keeping out on the high sea, Th.8.16; rise up, as from bed, Hp.Fract.15; of wind rising from the stomach, Id.Coac.613; μετεωριζόμενος suffering from flatulence, Id.Epid.4.41. 2 intr., attain considerable height, Thphr.HP4.2.4. II metaph., buoy up, elevate, esp. with false hopes, μ. καὶ φυσήσας ὑμᾶς D.13.12, cf. Hegem. ap.Ath.15.698d, Plb.25.3.4; τοὺς Ἀθηναίους δι' ἐπιστολῶν Posidon. 36 J.; παραθαρρύνας καὶ μετεωρίσας Plu.Dem.18; unsettle a man's mind, Plb.5.70.10:—Pass., to be elevated, ὑπὸ λόγων ὁ νοῦς -ίζεται Ar. Av.1447; μετεωρισθεὶς καὶ περιχαρὴς γενόμενος ἐπί τινι Plb.3.70.1; μεμετεωρισμένοι ταῖς νίκαις D.S.11.32; also, to be anxious, POxy. 1679.16 (iii A.D.), perh. in this sense Ev.Luc.12.29.
German (Pape)
[Seite 159] erheben, in die Höhe heben u. schwebend erhalten; ἄνω, Plat. Phaedr. 246 d, vgl. Crat. 406 e; ἐδόκουν καταμανθάνειν μετεωριζόμενον ἢ καπνὸν ἢ κονιορτόν, aufsteigen, Xen. Cyr. 6, 3, 5; ἄνεμος μετεωρισθείς, Ar. Nub. 703; πόδα, Sext. Emp. pyrrh. 1, 71; τὸ ἔρυμα, den Wall erhöhen, Thuc. 4, 90; τινὰ νώτῳ, Arist. H. A. 9, 48. Dah. ναῦν εἰς τὸ πέλαγος, auf's hohe Meer führen, Philostr. Apoll. 6, 12; auch intrans., ἔπλει μετεωρίζουσα εἰς τὸ πέλαγος ἡ ναῦς, auf hoher See sich befindend; vgl. μετεωρισθεὶς ἐν τῷ πελά, γει, Thuc. 8, 16. – Häufig übertr., die Seele eines Andern erheben, aufregen, μετεωρίσας καὶ φυσήσας ἡμᾶς, Dem. 13, 12; vgl. Pol. 24, 3, 6. 26, 5, 4; u. bes. pass., erhoben, erregt, gespannt werden, bes. durch Hoffnung, Freude, Stolz u. vgl. , ὑπὸ λόγων Ar. Av. 1447, μετεωρισθεὶς ἐπὶ τῷ γεγονότι, Pol. 3, 70, 1, öfter; ὑπό τινος, 7, 4, 6; auch = zum Abfall bewegen, 5, 70, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρίζω: ὑψώνω, ἐγείρω εἰς ὕψος, τὸ ἔρυμα Θουκ. 4. 90 μ. ἄνω Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· τὰ σκέλη, ὑψώνω τὰ σκέλη, Ξεν. Ἱππ. 10, 4, πρβλ. 11, 7, Κυν. 10, 13· ἐπὶ δελφῖνος, δελφινίσκον μ. τῷ νώτῳ, ἀνέχει, κρατεῖ ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν νώτων του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3, πρβλ. 8. 20, 2· τοὺς πόδας μετεωρίζειν, ἐπὶ τετραπόδων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορ. 12, 9· τὸ πνεῦμα μ. κάμνω τινὰ νὰ ἀσθμαίνῃ (ἴδε μετάρσιος ΙΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 40. 5· ναῦν μ. εἰς τὸ πέλαγος, ἀνάγω, ἐξάγω εἰς τὸ πέλαγος, Φιλόστρ. 250. - Μέσ., δελφῖνας μετεωρίζου, ὕψωνε τοὺς δελφῖνας (ἴδε ἐν λ. δελφὶς ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἱππ. 762. - Παθ., ὑψοῦμαι, αἰωροῦμαι εἰς τὸν ἀέρα, Λατ. suspendi, Ἱππ. π. Ἀερ. 285, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἐπὶ καπνοῦ ἢ κόνεως, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 5· ἐπὶ ἀνέμου, Ἀριστοφ. Νεφ. 404· ἐπὶ θερμοῦ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 3, κ. ἀλλ.· -ἰδίως ἐπὶ πλοίων, μετεωρισθεὶς ἐν τῷ πελάγει, ἐξελθὼν ἔξω εἰς τὸ πέλαγος, Θουκ. 8. 16· - ὡσαύτως ἐξεγείρομαι, οἷον ἐκ τῆς κλίνης, Ἱππ. Ἀγμ. 762· - ἐπὶ ἀέρος ἐγειρομένου ἐκ τοῦ στομάχου, Ἱππ. 220Α· μετεωριζόμενος, πάσχων ἐκ φύσης, δηλ. ἐξ ἀερίων ἐν τῷ στομάχῳ ἀναπτυσσομένων, ὁ αὐτ. ἐν 1135C. II. μεταφ., ἐπαίρω, ἐπαινῶ, ἀνυψῶ, ἰδίως διὰ κενῶν ἐλπίδων, μ. καὶ φυσᾶν Δημ. 159. 23, πρβλ. Ἡγήμ. παρ’ Ἀθην. 698D, Πολύβ. 26. 5, 4· - θέτω εἰς ἀνησυχίαν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. ἐν 5. 70, 10· - Παθ., ἐπαίρομαι, μετεωρισθεὶς ὑπὸ λόγων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1447· ἐπί τινι Πολύβ. 3. 70, 1, κτλ.· τινι Διόδ. 11. 32· - πρβλ. ἀναπέτομαι 2. - Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Βιβλιοκρισίαν τοῦ ὑπὸ Γ. Ζηκ. Λεξ. ἐν σελ. 17, ἔνθα ἐμετεωρίσθην, ἐμετεώριζον.
French (Bailly abrégé)
f. μετεωριῶ ; Pass. ao. μετεωρίσθην;
lever, càd :
I. au propre;
1 lever en l’air;
2 lever, dresser;
3 élever haut : ἔρυμα THC un retranchement ; Pass. s’élever en parl. de la fumée ou du vent;
4 t. de mar. conduire vers la haute mer ; Pass. gagner le large;
II. fig. élever l’âme, relever le courage ; Pass. être exalté de jouissance, d’orgueil, etc.
Étymologie: μετέωρος.