ὑπερεκπερισσοῦ

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Medium diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Low diacritics: υπερεκπερισσού Capitals: ΥΠΕΡΕΚΠΕΡΙΣΣΟΥ
Transliteration A: hyperekperissoû Transliteration B: hyperekperissou Transliteration C: yperekperissoy Beta Code: u(perekperissou=

English (LSJ)

Adv.

   A superabundantly, Ep.Eph.3.20, 1 Ep.Thess.3.10 (v.l. ὑπερεκπερισσῶς).

German (Pape)

[Seite 1194] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεκπερισσοῦ: Ἐπίρρ., κάλλιον φέρεται διῃρημένον, ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, μετὰ πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) ἐντεῦθεν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει ῥῆμα ὑπερεκπερισσεύω, ὑπερπερισσεύω.

French (Bailly abrégé)

adv.
surabondamment.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκ, περισσός.

English (Thayer)

(ὑπερεκπερισσῶς) (ὑπερεκχύνω) (ὑπερεκύννω, L T Tr WH; see ἐκχέω, at the beginning); to pour out beyond measure; passive, to overflow, run over, (Vulg. supereffluo): Alex., etc.). (Not found elsewhere.)