περιδινέω

From LSJ
Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηθήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνέω: περιστρέφω, ἑαυτὸν κύκλῳ Αἰσχίν. 77. 29· τυφὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 9· θέτω εἰς κίνησιν ὁλόγυρα, Ἀλκίφρων 1. 39. - Παθ., περιέρχομαι, ὡς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην (παθ. ἀόρ.) Ἰλ. Χ. 165 (ὁ Spitzn διῃρημένως πόλιν πέρι διν-)· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀνθ. Π. 7. 485· ἀπολ., περιστρέφομαι, περιφέρομαι, Τίμ. Λοκρ. 97C· περιστρέφομαι ὡς στρόβιλος, Ξεν. Συμπ. 7. 3, Λουκ., κλ.· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀμφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περιδινήσω, ao. περιεδίνησα, pf. inus.
faire tournoyer ; Pass. aller et venir, faire mille tours.
Étymologie: περί, δινέω.

English (Slater)

περιδῑνέω ?
   1whirl around (Ἀπόλλων) περιδινηθεὶς ἐπῇεν γᾶν (dubitanter supp. Snell; cll. Hesych., περιδινεῖσθαι· περικινεῖσθαι: προ [......] ις, [....] ινηθείς codd. Strabonis, nisi πε(ρι)κινηθεὶς unus cod.̆{im}) fr. 51a.