καταβεβλημένως
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταβάλλω,
A contemptibly, Isoc.15.305.
German (Pape)
[Seite 1339] weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταβεβλημένως: ἴδε καταβάλλω ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une façon commune, humblement.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβάλλω.
Greek Monolingual
καταβεβλημένως (Α)
επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. του καταβάλλω)].