περιοχή

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοχή Medium diacritics: περιοχή Low diacritics: περιοχή Capitals: ΠΕΡΙΟΧΗ
Transliteration A: periochḗ Transliteration B: periochē Transliteration C: periochi Beta Code: perioxh/

English (LSJ)

ἡ, (περιέχω)

   A a containing, enclosing, Plu.2.1078b, Herm. ap. Stob.1.49.69.    2 compass, circumference, σφαίρας Placit.3 Prooem., cf. J.BJ5.4.3, Cleom.1.11, 2.3, Diog.Oen.24; opp. μῆκος, BGU492.10 (ii A.D.); ἡ ἐκτὸς π., of the body, Arist.Col.797b22, cf. Pr.870a10, D.S.1.91 ; κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π. according to their extent, Id.17.58 ; mass, body, Plu.Lys.12 ; π. τις οὐρανοῦ Epicur.Ep.2p.37U. ; ἀκατάληπτος π., of the world, Secund.Sent.1.    3 generally, compass, extent, ἡ π. τῆς ὅλης περιβολῆς καὶ πράξεως Plb.11.19.2 ; aggregate, Dam.Pr.88,95 bis.    b content of a definition, etc., Corn.Rh.p.382H., Alex.Aphr.in APr. 278.11, etc.    c summary, Herm. ap. Stob.1.41.1 ; σύντομος π. Procl.in Ti.1.73; periochae, title of summaries of books of Livy.    4 inclusion, S.E.P.3.101 ; κατὰ περιοχήν τινος including... Ph. 2.488.    II portion circumscribed or marked off, section of a book, Cic.Att.13.25.3, Act.Ap.8.32.    III pod, husk, shell, Thphr.CP 1.19.2.    2 fence, fortification, LXX 1 Ki.22.4, al. ; πόλις περιοχῆς ib.Ps.30(31).21,al.    IV straitness, = θλῖψις, συνοχή, Phot.; esp. siege, LXX Je.19.9 ; ἦλθεν πόλις ἐν περιοχῇ ib.4 Ki.24.10; ὕδωρ περιοχῆς ib.Na.3.14.    V=περιπέτεια, Phot.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, das Umfassen, der Umfang; so nennt Theophr. die äußeren Schalen der Früchte; – Inbegriff, Gesammtinhalt, das Ganze, πραγμάτων, D. Hal., καὶ τόποι, ganze Abschnitte und Stellen der Schriftsteller, id. Bei Plut. Lys. 12 ist περ. πυροειδής feurige Masse.

Greek (Liddell-Scott)

περιοχή: ἡ, (περιέχω) κύκλος, περιφέρεια, σφαίρας Πλούτ. 2. 892Ε· ἡ ἐκτὸς π., ἐπὶ τοῦ σώματος, Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 45, πρβλ. Διόδ. 1. 91· κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π., κατὰ τὴν ἔκτασιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 17. 58· - ὡσαύτως, ὄγκος, σῶμα, Πλουτ. Λύσανδρ. 12. ΙΙ. μέρος πράγματος περιγραφομένου ἢ διὰ σημείων κεχωρισμένου, χωρίον συγγραφέως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 25, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 32· πρβλ. περικοπή ΙΙΙ. ΙΙΙ. θήκη· καὶ ἐπὶ φυτῶν, λέπυρον, κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 2. 2) φραγμός, φρούριον, ὀχύρωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 4, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. ce qui entoure, enveloppe d’un corps ; pourtour;
II. ce qui est entouré :
1 corps ou masse;
2 contenu d’un livre, particul. passage d’un écrit.
Étymologie: περιέχω.

English (Strong)

from περιέχω; a being held around, i.e. (concretely) a passage (of Scripture, as circumscribed): place.