δαιτρεύω

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

German (Pape)

[Seite 516] theilen, μερίζω; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen vertheilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Thiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτρεύω: (δαιτρός) διαιρῶ, μοιράζω, ἰδίως κόπτω κρέας, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν ὅπως μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.

French (Bailly abrégé)

faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.
Étymologie: δαιτρός.

English (Autenrieth)

(δαιτρός): distribute; esp. of carving meat; of booty, Il. 11.688.