ὑπέροπλος

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπλος Medium diacritics: ὑπέροπλος Low diacritics: υπέροπλος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΛΟΣ
Transliteration A: hypéroplos Transliteration B: hyperoplos Transliteration C: yperoplos Beta Code: u(pe/roplos

English (LSJ)

ον,

   A insolent, presumptuous (never of persons in Hom. or Hes.); in Hom. only ὑπέροπλον εἰπεῖν to speak insolently, presumptuously, Il.15.185,17.170; in Hes., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Th. 516,619,670; ἀτασθαλίη Orph.Fr.120; ἥβα Pi.P.6.48; of persons, Λαπίθαι ὑ. ib 9.14.    II big, mighty, ἀνὴρ ὑ. a monstrous man, Theoc. 22.44; of fishes, Opp.H.1.103, etc.    III of conditions, overwhelming, ἄτα Pi.O.1.57; μηδὲν μέγα μηδ' ὑ. Ps.-Phoc.59 (v.l. ὑπέροφρυ, cf. Hsch.).—Ep. word.

German (Pape)

[Seite 1199] übermüthig trotzend auf Waffengewalt, daher stolz, frech und verwegen; bei den ältern Dichtern nie von Personen; ἦ ῥ' ἀγαθός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, sc. ἔπος, übermüthig reden, Il. 15, 185, wie 17, 170; ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Hes. Th. 516. 619. 670; ἥβα, Pind. P. 6, 48; auch übermäßig, übermächtig, allzu schwer, ἄτα, Ol. 1, 57; und von den Lapithen, P. 9, 14, wo es im guten Sinne zu nehmen ist. Einzeln bei sp. D., wie Theocr. 22, 44. Vgl. Buttm. Lexil. II p. 214 ff. – Die Ableitung von ὑπέρ und πέλομαι. ist unhaltbar, eben so wie die Erkl. aus ὁπλότερος, allzu jugendlich; ὑπέροπλος verhält sich zu ὅπλον, wie ὑπέρβιος zu βία.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπλος: -ον, ὁ ὑπερηφάνως πεποιθὼς εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἑαυτοῦ ὅπλων, ἀπειλητικός, ὑπεροπτικός, θρασύς, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐπὶ προσώπων παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς· - παρ’ Ὁμήρ. μόνον: ὑπέροπλον εἰπεῖν, ὁμιλεῖν θρασέως, αὐθαδῶς, Ἰλ. Ο. 185, Ρ. 170. παρ’ Ἡσ., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος Θέογ. 516, 619, 670· ἥβα Πινδ. Π. 6. 48· ἐπὶ προσώπων, αὐτόθι 9. 24. ΙΙ. μέγας, πελώριος, ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 103, κλπ. ΙΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, ὑπερβολικός, τρομερός, ἄτη Πινδάρ. Ο. 1. 90 μηδὲν μέγα μηδ’ ὑπ. Φωκυλ. Γνωμ. 53. Πρβλ. Buttum. Lexil. ἐν λέξ. ὑπερφίαλος 9. - Λέξις Ἐπική. (Πιθαν., ὡς ἑρμηνεύεται ἀνωτέρω, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ὅπλα, ὡς τὸ ὑπέρβιος ἐκ τοῦ ὑπέρ, βία).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
supérieur par les armes ; en mauv. part fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὅπλον.

English (Autenrieth)

arrogant; neut. as adv., arrogantly, Il. 15.185 and Il. 17.170.