δεσμός
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ὁ, pl.
A δεσμά h.Merc.157, al., Thgn.459, Hdt.6.91, and so mostly in Trag., A.Pr.513, etc., and Pl.Euthphr.9a; but δεσμοί A.Pr. 525, E.Ba.518,634, usu. in Pl., as Lg.793b, al.: both forms in Att. Inscrr., δεσμοί IG2.678B48, δεσμά ib.791.31, the latter preferred by Thom. Mag.p.79R. (sg. δεσμόν SIG246 ii 36 (Delph.), Att. acc. to Hsch.): (δέω A):—band, bond, anything for tying and fastening, as halter, Il.6.507; mooring-cable, Od.13.100, etc.; door-latch, 21.241; yoke-strap, X.An.3.5.10: metaph., any bond of union or connexion, Pl.Ti.31c, etc.; of the vowels, Id.Sph.253a; δεσμοὶ πολιτείας, of the laws, Id.Lg.793b; εἰς τὰ δεσμοῦ for binding material, PTeb.120.70 (i B. C.). 2 in pl. (never δεσμά in this sense), bonds, chains, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι A.Pr.509, 770; πρὶν ἂν ἐξ ἀγρίων δ. χαλάσῃ ib.177; ἐν δεσμοῖσι S.Fr.63; εἰς δεσμοὺς ἄγειν E.Ba.518; δεσμοῖς Th.7.82; ὁ ἐπὶ τῶν δ., = δεσμοφύλαξ, Luc. Tox.29: in sg., collectively, bonds, imprisonment, δ. ἀχλυόεις Epigr. ap. Hdt.5.77 ( = IG12.394); οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Hdt.3.145; ἐν. δ. S.Ant.958; ἐν δημοσίῳ δ. δεθείς Pl.Lg.864e; ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21: metaph. of moral bondage, Porph.Abst.1.38, al. 3 ligature, Arist.HA 495b13, al. 4 δ. ἄρθρου in Hp.Fract.37 is expld. by Gal. adloc. as ankylosis. 5 spell, charm, Iamb.Myst.3.27. II = δέσμη, Pap. in Philol.80.341, Poll.2.135, Eust.862.27; ἀσπαράγου δ. BGU1120.14 (i B. C.); δ. ἀργυρίου LXX Ge.42.27; cf. δέσις 111.
German (Pape)
[Seite 550] ὁ (δέω), alles zum Binden Dienende, Band, Strick, Tau, Riemen, Fessel u. s. w.; vgl. δέσμα. Bei Homer häufig: Ankertau, Odyss. 13, 100; Fessel, Iliad. 5, 391; Schiffstaue als Fesseln des Odysseus Odyss. 12, 54. 164. 196; Fesseln des Ares und der Aphrodite von Metall Odyss. 8, 274; Halfter, Iliad. 6, 507; Knoten, Odyss. 8, 447; Nägel oder Nieten zur Befestigung von Henkeln, Iliad. 18, 379, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. 57, 31; THÜRRIEMEN, Odyss. 21, 241. Den Dual hat Homer nicht; der Plural τὰ δεσμά kommt in der Ilias und Ooyssee auch nicht vor, sondern erst in den Homerischen Hymuen, h. Apoll. 129, h. Mercur. 157. 409, h. 6, 13; den Plural οἱ δεσμοί, τοὺς δεσμούς, δεσμῶν, δεσμοῖσι u. δεσμοῖς, gebraucht Homer vermischt mit dem Singular, δεσμός, δεσμοῖο, δεσμῷ, δεσμόν, ohne die Numeri der Bedeutung nach wesentlich zu unterscheiden; vgl. z. B. Odyss. 8, 296 ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο mit vs. 317 ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει; interessant vs. 359, ἃς εἰπὼν δεσμὸν ἀνίει μένος Ἡφαίστοιο, var. lect. δεσμῶν; auf diese Stelle bezieht sich wohl in einem Schol. O zu vs. 355 die Noeiz Αρίσταρχος δὲ δε σμ ό ν γράφει, ein von seinem Platze verschlagenes Bruchstück aus Didymus. – Prosa, Plat. Crat. 402 a u. öfter; δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί Prot. 322 c; = Ge fängniß, οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Her. 3, 145; ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Plat. Legg. IX, 864 e; plur., ἐν τοῖς δεσμοῖς δήσας Crat. 404 a; πληγαὶ καὶ δεσμοί Legg. VI, 764 b; δεσμοῖς χρονίοις καὶ ἐμφανέσι κολάζειν IX, 855 b; vgl. Thuc. 7, 82; δεσμὸς καὶ δουλεία Xen. Cyr. 3, 1, 24; δεσμὸν καταγιγνώσκειν, Gefängnißstrafe zuerkennen, Dem. 24, 152; ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν, der Gefängnißwärter, Luc. Tox. 29. – pheaetet. Schol. 1 (VI, 27) ἄγκυραν ἐχενηίδα, δεσμὸν ἀέλλῆς. – Der plur. δεσμά Aesch. Prom. 52 u. öfter; Theocr. 30, 24, 41; seltener in Prosa, Plat. Euth. 9 a; doch gew. bei Sp., wie Luc. Tox. 6 u. öfter; D. Sic. 14, 103.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμός: ὁ· πληθ. δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 157, Θέογν. 459, Ἡρόδ 6. 91, καὶ οὕτω τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ποιητ. καὶ Πλάτ. Εὐθύφρ. 9Α· ἀλλὰ δεσμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 525, Εὐρ. Βάκχ. 518, 634, συχν. παρὰ Πλάτ. (δέω)·- παρ’ Ὁμ. καθόλου, = ταινία ἢ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς δέσιν καὶ στερεοποίησιν· οἷον φορβειὰ (καπίστρι), Ἰλ. Ζ. 507· τὰ πρυμνήσια, τὸ καλῴδιον τῆς ἀγκύρας, Ὀδ. Ν. 100, κτλ· ἱμὰς τῆς θύρας, Φ. 241· οὕτω παρ’ Ἀττ. ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· πᾶς σύνδεσμος ἑνότητος, Πλάτ. Τιμ. 31C· ἐπὶ τῶν φωνηέντων, ὁ αὐτ. Σοφ. 253Α· δεσμοὶ πολιτείας, ἐπὶ τῶν νόμων, ὁ αὐτ. Νόμ. 793Β. 2) κατὰ πληθ. = δεσμά, ἁλύσεις, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Αἰσχύλ. Πρ. 509, 770· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ αὐτόθι 513· ἐν δεσμοῖσι Σοφ. Ἀποσπ. 60· δεσμοῖς Θουκ. 7. 82· ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν = δεσμοφύλαξ, Λουκ. Τοξ. 29· - ἐντεῦθεν καθ’ ἑνικ., περιληπτικῶς = δεσμά, φυλάκισις, φυλακή, δεσμὸς ἀχλυόεις Ἐπίγρ. παρ’ Ἡροδ. 5. 77· οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Ἡρόδ. 3. 145· ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 858· ἐν δημοσίῳ δεσμῷ Πλάτ. Νόμ. 864Ε· δεσμοῦ τιμᾶσθαι Λυσ. 105. 16. 3) = δεσμός, ἐπίδεσμος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 14, κτλ· - ἀλλὰ δεσμὸς ἄρθρου Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, εἶναι κατὰ τὸν Γαλην., ἀγκύλωσις. ΙΙ. = δέσμη, Πολυδ. Β΄, 135, Εὐστ. 862. 27· δ. ἀργυρίου Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 27).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lien (corde, câble, amarre, courroie, nœud) ; p. ext. clou ; au plur. d’ord. οἱ δεσμοί liens, chaînes, fers ; au sg. emprisonnement, prison ; en gén. captivité ; fig. d’ord. au plur. liens (d’amitié, etc.).
Étymologie: δέω¹.
English (Autenrieth)
(δέ Od. 24.2): any (means of) binding, fastening, fetter, imprisonment, pl., bonds; ἄνευ δεσμοῖο μένουσιν | νῆες, i. e. without mooring, Od. 13.100; of a latch-string, Od. 21.241, etc.