δολιχός

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχός Medium diacritics: δολιχός Low diacritics: δολιχός Capitals: ΔΟΛΙΧΟΣ
Transliteration A: dolichós Transliteration B: dolichos Transliteration C: dolichos Beta Code: dolixo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A long, ἔγχεα, δόρυ, Il.4.533, al.; also of Time, νύξ, νοῦσος, Od.23.243, 11.172; δολιχόν, as Adv., Il.10.52; σχελίδες Archipp.11.3 (lyr.); ἐλάται A.R.1.914; πρυμνήσια AP10.4 (Marc.Arg.); some phrases, as δ. πλόος, δ. ὁδός, unite both senses, Od.3.169, 4.393. (Cf. Skt. dīrghas 'long'.)

German (Pape)

[Seite 654] lang, poet., Ap. Lex. Hom. p. 60. 2 Δολιχόν· μακρόν; vom Raume: ἔγχος, δόρυ, Il. 4, 533. 13, 162, sp. D.; von der Zeit: νύξ, νόσος, Od. 23, 243. 11, 172; πλόος, ὁδός, Od. 3, 169. 4, 393, δολιχῆς τέρμα κελεύθου Aesch. Prom. 284, wobei man an Raum und Zeit denken kann. – Adv. δολιχόν, Il. 10, 52; vgl. Plat. Prot. 329 a.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχός: -ή, -όν, μακρός, ἔγχεα, δόρυ, Ἰλ. Δ. 533 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, νόσος, νὺξ Ὀδ. Ψ. 243, Λ. 172· καὶ οὕτω δολιχόν, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Κ. 52, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· - φράσεις τινές, ὡς δολιχὸς πλόος, δολιχὴ ὁδός, ἑνοῦσιν ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, Ὀδ. Γ. 169, Δ. 393. (Πρβλ. ἐνδελεχής, Δουλίχιον (Μακρονῆσι)· Σανσκρ. dîrgh-as, Zενδ. darĕgh-as (longus)· Σλαυ. dlug-u· περὶ τοῦ Λατ. longus, ἴδε λογγάζω).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
long ; adv. • δολιχόν, longuement.
Étymologie: DELG vieux terme i.-e. pour « long », que l’on retrouve dans plus. langues : skr. dirgha-, vsl. dlugu.

English (Autenrieth)

long, both of space and time, δόρυ, ὁδός, νοῦσος, νύξ, Od. 23.243; adv., δολιχόν, Il. 10.52.