θαλλός

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλλός Medium diacritics: θαλλός Low diacritics: θαλλός Capitals: ΘΑΛΛΟΣ
Transliteration A: thallós Transliteration B: thallos Transliteration C: thallos Beta Code: qallo/s

English (LSJ)

ὁ, (θάλλω)

   A young shoot, young branch, Od.17.224, S.El. 422, Theoc.4.45, etc.: generally, branch, Gp.11.10.3; esp. of the olive (cf. Tim.Lex. s.v. θαλλός), ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Hdt.7.19; ἐλαίας θ. E.IT1101 (lyr.); and freq. without ἐλαίας, A.Ch.1035, S. OC474, etc.; ἱκτὴρ θ. E.Supp.10, cf. A.Ch.1035; θ. χρυσοῦς IG12.287.200; στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνῳ as a mark of distinction, Aeschin. 3.187, cf. IG22.207, 229, Phld.Ind.Sto.68, etc.; στέφανος θαλλοῦ χρυσοῦς IG22.1388.33; στέφανος τὸ νικητήριον θαλλοῦ Pl.Lg.943c; prov., θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι they entice, as one does cattle, by holding out a green bough, Id.Phdr.23od; θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Luc. Herm.68, cf. Lib.Ep.212.3.    II θαλλοί, οἱ, palm-leaves, which were plaited into baskets, Gp.10.6.2.    III gift (prob. at first a branch, later in other forms) given to a landlord by one whose bid for a lease was accepted, UPZ112 iii 15 (ii B.C.); repeated annually, θαλλῶν κατ' ἔτος ἄρτων ἡμιαρταβίου καὶ ἀλέκτορος PRyl.167.16 (i A.D.), etc.; esp. at festivals, PAmh.2.93.11 (ii A.D.); gratuity additional to wages, PCair.Preis.31.21 (ii A.D.); any gift given annually at a festival, Ps.-Callisth.1.32.

German (Pape)

[Seite 1184] ὁ, junger Zweig, Schößling, Sprößling; Od. 17, 224; Aesch. Ch. 1031; βλαστεῖν θαλλόν Soph. El. 414; Ant. 1187; bes. ἐλαίας, der Oelzweig, O. C. 475, den die Schutzflehenden in den Händen hielten; ἱκτήρ Eur. suppl. 10; ἱερὸν γλαυκᾶς ἐλαίας θ. I. T 1101; θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες, d. i. anlocken, wie eine Ziege durch ein vorgehaltenes Reis, Plat. Phaedr. 230 d; Oelzweig als Siegeszeichen, στέφανον δὲ τὸ νικητήριον εἶναι ἑκάστοις θαλλοῦ Legg. XII, 943 c; vgl. Aesch. 3, 187 u. Ath. VII, 276 b XII, 535 c; Pol. 3, 52, 3 sagt θαλλοὶ καὶ στέφανοι σχεδὸν πᾶσι τοῖς βαρβάροις εἰσὶ συνθῆκαι φιλίας.

Greek (Liddell-Scott)

θαλλός: ὁ, (θάλλω) νέος τρυφερὸς κλάδος, βλαστός, Ὀδ. Ρ. 224, Σοφ. Ἠλ. 422, κτλ.· - ἐπὶ τοῦ κλάδου ἐλαίας, ὃν ἔφερον οἱ ἱκέται, ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Ἡρόδ. 7. 19· ἐλαίας θ. Εὐρ. Ι. Τ. 1101· καὶ συχνάκις ἄνευ τοῦ ἐλαίας, Αἰσχύλ. Χο. 1035, Σοφ. Ο. Κ. 474, Εὐρ., κτλ.· ἱκτὴρ θ. Εὐρ. Ἱκέτ. 10, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 43· ὡσαύτως, θαλλοῦ στέφανος, ὁ ἐν ἐλαίας στέφανος, ὃν ἔφερον κατὰ τὰς ἑορτάς, Αἰσχίν. 80. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 943C· στεφανοῦν τινα θαλλῷ αὐτόθι 946Β· στεφανῶσαί τινα θαλλοῦ στεφάνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 101. 8., 102. 18, 109 κ. ἀλλ.· - παροιμ., θαλλὸν προσείω τινί, προσελκύω τινά, ὅπως προσελκύει τις αἶγα ἢ ἄλλα θρέμματα προδεικνύων θαλλόν, Πλάτ. Φαίδρ. 230D· θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Λουκ. Ἑρμοτ. 68. ΙΙ. θαλλοί, οἱ, φύλλα φοίνικος, Γεωπ. 10. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche ; abs. branche d’olivier, particul. branche d’olivier que portaient les suppliants et dont on se servait pour brûler les morts.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. θάλλω.
Syn. εἰρεσιώνη, ἱκετηρία.

English (Autenrieth)

collectively, twigs for fodder, Od. 17.224†.