καταμηνύω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμηνύω Medium diacritics: καταμηνύω Low diacritics: καταμηνύω Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΥΩ
Transliteration A: katamēnýō Transliteration B: katamēnyō Transliteration C: kataminyo Beta Code: katamhnu/w

English (LSJ)

   A point out, make known, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Hdt.7.30; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω A.Pr.176 (anap.), cf. Plu.Them.23, etc.; κ. ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος Hdt.6.29; τὸν Ὅμηρον ὅτι . . Phld. Hom.p.54 O.:—Pass., Jul.adAth.273d.    2 inform against, τινος Lys.13.49, cf. D.24.60; also τινὰς πρός τινα D.H.4.43:—Pass., ὑπό τινος -μηνυθείς ib.62, cf. Cod.Just.10.11.8.4.    3 of a god, give a sign, X.HG3.3.2.

German (Pape)

[Seite 1363] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.

Greek (Liddell-Scott)

καταμηνύω: δεικνύω, φανερώνω, κάμνω γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) φέρω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταγγέλλω, τινός, ὡς τὸ καταμαρτυρέω, Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ Ποσειδῶν κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.

French (Bailly abrégé)

1 indiquer, signaler, expliquer;
2 dénoncer, accuser, gén..
Étymologie: κατά, μηνύω.

Greek Monolingual

(AM καταμηνύω)
υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
αρχ.
1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω
2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο.