κέρνος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

εος, τό, Ammon. ap. Ath.11.476f, Hsch. (pl.):—also κέρνος, ου, ὁ, Sch.Nic.Al.217: pl. κέρνα, τά, Poll.4.103:—

   A earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings, Ath.l.c., etc.; wrongly expld., = λίκνον, Sch.Pl.Grg.497c.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ u. τό, s. das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

κέρνος: -εος, τό, Ἀθήν. 476F, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κέρνος, ου, ὁ, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 217· καὶ πληθ., κέρνα, τά, Πολυδ. Δ΄, 103· ― μέγα πήλινον πινάκιον ἔχον ἐν τῷ πυθμένι κοιλώματα, ἐν οἷς διάφοροι καρποὶ προσεφέροντο κατὰ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πρβλ. Müller. Archäol. d. Kunst. § 300· ἐφέρετο δὲ ὑπό τινος ἱερείας ἢ ἱερέως, ὅστις ἐκαλεῖτο κερνᾶς, Ἀνθ. Π. 7. 709· ἢ κερνοφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 217· ἐντεῦθεν, κερνοφόρος ὄρχησις ἢ κερ. ὄρχημα, ἀγρία τις κορυβαντιώδης ὄρχησις, Πολυδ. Δ΄, 103, Ἀθήν. 629Ε· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ῥῆμα κερνοφορέω, Κλήμ. Ἀλ. 14, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ΙΙ. κέρνα, τά, δύο πλάγιαι τραχύτητες τῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 180.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
vase de terre avec des compartiments (κοτυλίσκοι) où les Corybantes apportaient les fruits pour le sacrifice.
Étymologie: DELG mot techn. et rituel sans explication, prob. emprunté au substrat.

Greek Monolingual

(I)
κέρνος, ὁ (Α)
1. (μτνν. σχόλ. εσφ.)
το λίκνο
2. (μτνν. σχόλ. επίσης εσφ.) «κέρνος... ἤγουν τὸ πτύον ἐστίν»
3. αντί του ουδ. το κέρνος.———————— (II)
κέρνος, τὸ, πληθ. κέρνα, το, και κέρνος, ό, (Α)
πήλινο πινάκιο το οποίο είχε στον ευρύ πυθμένα πολλά κοιλώματα, όπου κατά τις εορτές τών Κορυβάντων και άλλες τελετές τοποθετούνταν και προσφέρονταν διάφοροι καρποί, όσπρια, μέλι, λάδι, κρασί, γάλα κ.λπ., από ιερέα που κρατούσε το κέρνος και που γι' αυτό ονομαζόταν κέρνας ή κερνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Έχουν επίσης γίνει προσπάθειες συνδέσεώς της με το κέραμος, το αρχ. ινδ. caru- «κατσαρόλα και το πρωτονορβηγικό huerna «τσουκάλι» ή με το λατ. scrinium «ντουλάπι» και το αρχ. ινδ. śarāva «πιάτο».
ΠΑΡ. αρχ. κέρνας, κερνίον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κερνοφόρος, κερνοφορώ].