κυφός

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφός Medium diacritics: κυφός Low diacritics: κυφός Capitals: ΚΥΦΟΣ
Transliteration A: kyphós Transliteration B: kyphos Transliteration C: kyfos Beta Code: kufo/s

English (LSJ)

ή, όν, (κύπτω, κέκῡφα)

   A bent forwards, stooping, hunchbacked, ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη Od.2.16; κ. ἀνήρ, πρεσβύτης, Ar.Ach. 703, Pl.266; σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ., in curvature of the spine, Hp.Art.41; τρίγλαι κ. Epich.64; freq. of shrimps, from their form, Eub.111, Matro Conv.64, AP5.184 (Asclep.); τῶν καρίδων αἱ κυφαί shrimps, e.g. Palaemon squilla, Arist.HA525b1, cf.549b12; of birds, Id.IA710b18; also ὑπὸ κ. ἄροτρον IG14.2012.14 (Sulp. Max.); cf. κύφων 1.    II curved, round, of a cup, Ath.11.482e.

German (Pape)

[Seite 1539] (vgl. κύπτω), vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt; γήραϊ κυφός Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ γῆρας D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).

Greek (Liddell-Scott)

κῡφός: -ή, -όν, (κύπτω, κέκῡφα) κεκλιμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυρτωμένος, κύπτων, «καμπούρης» (πρβλ. λορδός), ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη Ὀδ. Β. 16· κ. ἀνήρ, κ. πρεσβύτης Ἀριστοφ. Ἀχ. 703, Πλ. 266· ἕλκεσθαι ἐς κυφόν, ἔχειν κύρτωμα τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806· τρίγλαι κ. Ἐπίχ. 37 Ahr.· συχν. ἐπὶ καρίδων ἕνεκα τοῦ σχήματος αὐτῶν, Εὔβουλ. ἐν «Τιτθαῖς» 4, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α, Ἀνθ. Π. 5. 185· ἀλλὰ διὰ τοῦ: τῶν καρίδων αἱ κυφαὶ ὁ Ἀριστ. χαρακτηρίζει εἶδός τι αὐτῶν ἰδιαίτερον, τῶν καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2., 5. 17, 8· ὑπὸ κ. ἄροτρον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 14. ΙΙ. κεκυρτωμένος, στρογγύλος, ἐπὶ ποτηρίου, Ἀθήν. 482Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé en avant, voûté.
Étymologie: R. Κυφ, être courbe ; cf. κύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυφός, -ή, -όν)
αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, που η σπονδυλική του στήλη παρουσιάζει κύφωση, σκυφτός, καμπουριασμένος («τῷ γὰρ εἰκὸς ἄνδρα κυφόν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για ποτήρι) κοίλος, κυρτωμένος, στρογγυλός
2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ κυφαί
ένα από τα είδη τών γαρίδων («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
3. φρ. «ἕλκονται ἐς τὸ κυφόν» — έχουν κύρτωμα στη ράχη (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κύπτω.