λημνίσκος

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημνίσκος Medium diacritics: λημνίσκος Low diacritics: λημνίσκος Capitals: ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: lēmnískos Transliteration B: lēmniskos Transliteration C: limniskos Beta Code: lhmni/skos

English (LSJ)

ὁ,

   A woollen fillet or ribbon, by which chaplets were fastened, IG22.1297.11 (iii B.C.), al., Plb.18.46.12, Posidon.9 J., Plu. Sull.27, AP12.123; of ribbons attached to bird's feet, Callix.2; surgical bandage, Mnesith. ap. Orib.inc.15.16; pledget, Heliod. ap. Orib. 50.49.1, Gal.19.97, etc.

German (Pape)

[Seite 39] ὁ (vgl. λῆνος), wollenes Band, Verband; στεφάνους ἐπιῤῥίπτοντες καὶ λημνίσκους Pol. 18, 29, 12; Plut. Syll. 27; Ep. ad. 26 (XII, 123). – Schlingen zum Vogelfange, Ath. V, 220 c.

Greek (Liddell-Scott)

λημνίσκος: ὁ, (λῆνος) ἐξ ἐρίου στενὴ ταινία, Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ κόμη, Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - βρόχος πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bandelette, ruban.
Étymologie: DELG Λῆμνος.

Greek Monolingual

ο (AM λημνίσκος) Λήμνος
1. στενή ταινία από μαλλί η οποία έμοιαζε με επιμήκη διακοσμητικό φιόγκο και δενόταν συνήθως στα νικητήρια στεφάνια και στους κλάδους που έδιναν στους νικητές
2. (στην παλαιογραφία) σημείο που αποτελείται από παύλα μεταξύ μιας άνω και μιας κάτω στιγμής
νεοελλ.
1. αντικείμενο που μοιάζει με επιμήκη φιόγκο
2. ανατ. δέσμη νευρικών ινών που εξασφαλίζουν κεντρομόλες συνδέσεις στο εγκεφαλικό στέλεχος (α. «έσω λημνίσκος» β. «έξω λημνίσκος»)
3. μαθ. είδος αλγεβρικής καμπύλης
4. (ορυκτ.) εικόνα την οποία παρέχει πλακίδιο διάξονα διπλοθλαστικού κρυστάλλου, όταν κοπεί κάθετα προς την οξεία διχοτόμο τών οπτικών αξόνων και εξεταστεί σε πολωτικό μικροσκόπιο με συγκλίνον φως
αρχ.
1. ταινία με την οποία έδεναν τα μαλλιά
2. βρόχος, θηλιά, με την οποία έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια
3. χειρουργικός επίδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράγωγο του τοπων. Λήμνος (πρβλ. Αμύκλες: αμυκλάδες «παπούτσια που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες της Λακωνικής»)].