μυριάς
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
άδος, ἡ, Att. gen. pl.
A μυριαδῶν Hdn. Gr.1.428:—number of 10,000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.; μ. πρώτη 10,000 and μ. δευτέρα 10,000 times 10,000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph.830 (lyr.), etc.; μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq.829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.). II as Adj., φύστις μ. ἀνδρῶν A.Pers.927 (lyr.: sed leg. ταρφύς τις μ.) ; μ. πόλεις E.Rh.913 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 219] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher δέκα μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριάς: -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - ἀριθμὸς 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - συχνάκις ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - ὁσάκις δὲ τά: μυριάς, μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, δέον νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· ὁσάκις δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ταρφύς τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 nombre de 10 000, myriade ; particul. quantité de 10 000 médimnes ou drachmes;
2 nombre infini, foule innombrable.
Étymologie: μυρίος.
English (Strong)
from μύριοι; a ten-thousand; by extension, a "myriad" or indefinite number: ten thousand.