φιλαίτιος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαίτιος Medium diacritics: φιλαίτιος Low diacritics: φιλαίτιος Capitals: ΦΙΛΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: philaítios Transliteration B: philaitios Transliteration C: filaitios Beta Code: filai/tios

English (LSJ)

ον,

   A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distd. from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. -ίως Str.2.1.41, Poll.3.139.    II liable to censure, D.10.70.

German (Pape)

[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].