νέμω
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
fut.
A νεμῶ S.Aj.513, (ἀπο-) Pl.Phlb.65b, later νεμήσω Longus 2.23: aor. ἔνειμα, Ep. νεῖμα Il.3.274: pf. νενέμηκα (δια-) X.Cyr.4.5.45:—Med., νέμομαι, fut. νεμοῦμαι Th.4.64, D.21.203; Ion. νεμέομαι (ἀνα-) Hdt.1.173; later νεμήσομαι D.H.8.71, Plu.Crass.14, etc.: aor. ἐνειμάμην Th.8.21, etc. (ἐνεμησάμην is f.l. in Clearch.10, Hp.Oss.18 (ὑπο-)):—Pass., fut. νεμηθήσομαι Plu.Agis14 (also νεμήσομαι in pass. sense (δια-) App.BC4.3): aor. ἐνεμήθην Pl.Lg.849c, D.36.38 (also in med. sense (κατ-) Plu.Per.34, Ath.15.677e): pf. νενέμημαι Pl.Prm. 144d, etc. (also in med. sense, D.47.35).—Hom. uses of the Act., only pres., impf., and aor.; of the Med., pres. and impf. A deal out, dispense, freq. in Hom., esp. of meat and drink, μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ ν., Od.8.470, 10.357, Il.9.217, Od.7.179, cf. IG12.10.3, al.; οἱ γεωνόμοι νειμάντων τὴν γῆν ib.45.7: then generally, distribute, of the gods, Ζεὺς . . νέμει ὄλβον . . ἀνθρώποισιν Od.6.188; Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Pi.I.5(4).52, cf. P.5.55; θεῶν τὰ ἴς α νεμόντων Hdt.6.11, 109; Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp.403 (lyr.); [Διὶ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον ν. leave vengeance to Zeus, S.El.176 (lyr.); of men, ν. δευτερεῖά τινι Hdt.1.32; τρίτον μέρος τῶν σκύλων τισί Th.3.114; μοῖραν ν. τινί pay one due honour, respect, A.Pr.294 (lyr.); μητρὸς τιμὰς ν. respect her privileges, Id.Eu.624 (but πρόσω ν. τιμάς extend one's privileges, ib.747); Λύκῳ κῆπον Εὐβοίας νέμει S.Fr.24; Πολυκράτης μητέρα νέμει P. allots a mother (to you), prov. in Duris63 J.; εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν τοῦ καλῶς πράσσειν δοκεῖν S. Tr.57; τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. Id.Ph.1062; ἐκείνῳ . . αἰτίαν νέμει Id.Aj.28; ν. αἵρεσιν give one a choice, ib.265; ναύταις οὐκέθ' ὁδὸν νέμει affords, vouchsafes, E.Hipp.745 (lyr.); τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν. observe it, S.Tr.398; τῷ . . ὄχλῳ πλέον ν. E.Hec.868; μήτε οἴκτῳ πλέον ν. μήτ' ἐπιεικείᾳ Th.3.48; τὸ ἧσσον ἀδικίᾳ E.Supp.380 (lyr.); τῷ φθόνῳ πλέον μέρος ib.241; τὸ πλεῖστον ἡμέρας τούτῳ μέρος Id.Fr.183; ἔλασσόν τινι Antipho 5.10; χάριν τινί Ar.Av.384; πενίᾳ καὶ πλούτῳ τιμὴν ν. Pl.Lg.696a; of judges, κολαστὴν . . θάνατον ν. ib.863a; συγγνώμην τισί Gal.6.753: c. inf., νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν S.Aj.1201 (lyr.):—Pass., νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας is freely bestowed upon them, Hdt.9.7.α'; κρέα νενεμημένα portions of meat, X.An.7.3.21; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη distributed into... Pl.Prm. 144d. 2 pay out, distribute a bandage, in Act. and Pass., Hp. Off.8,22, Fract.4,16, Sor.Fasc.4, al. 3 allot, distribute in groups, πρὸς τὴν λῆξιν ἑκάστην Arist.Ath.30.3, cf. 31.3 (Pass.); νεῖμαί τινας ἐς τὰς φυλὰς δέκαχα IG22.1.33:—Pass., ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς Arist.Ath.8.3, cf. 63.4. II Med., distribute among themselves: hence, have and hold as one's portion, possess, πατρώϊα πάντα νέμεσθαι Od.20.336: mostly of land, τεμένεα, τέμενος, 11.185, Il.12.313; ἔργα 2.751, Hes.Op.119; πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐνειμάμην (sc. οὐσίαν) Lys.16.10, cf. 19.46; τἄλλα νεμομένη administering... Hdt.4.165; τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, Id.7.112, Th. 1.100; [τὰ λήμματα] ἃ νέμεσθε which you enjoy, D.3.33: abs., ἔμ' οἴεσθ' ὑμῖν εἰσοίσειν ὑμᾶς δὲ νεμεῖσθαι; that you shall reap the fruit, Id.21.203. 2 reap the fruit of: hence, dwell in, inhabit, ἄλσεα νέμεσθαι Il.20.8; freq. with names of places, spread over, occupy a country, Ἰθάκην, Ὑρίην νέμεσθαι, Od.2.167, Il.2.496; ἀγρούς Pi.P.4.150; τὸ πρὸς τὴν ἠῶ Hdt.4.19, etc.; νεμόμενοι τὰ αὑτῶν . . ὅσον ἀποζῆν Th.1.2. b generally, enjoy, προσόδους BGU256.9 (ii A.D.), etc. c of cities, to be situated upon, τὸν Ἄθων Hdt.7.23, cf. 123:— Pass., ἄχρι τῆς ὁδοῦ τῆσδε τὸ ἄστυ τῇδε νενέμηται IG12.893; cf. νέμησις 11.1. 3 in Pi., of Time, spend, pass, αἰῶνα, ἁμέραν, O.2.66, N.10.56: abs., live, ἡσυχᾷ νεμόμενος P.11.55. III from Pi. onwards, Act. is found in sense of Med., hold, possess, ἕδος Ὀλύμπου ν. O.2.12; ἔνδον ν. πλοῦτον κρυφαῖον I.1.67; inhabit, γῆν ν. Hdt.4.191; χωρίον κοινῇ ν. Th.5.42; πόλιν S.OC879 (lyr.); ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας to have as many husbands as possible, Str.11.13.11: abs., hold land, occupy, dwell, ν. περὶ τὴν λίμνην Hdt.4.188:—Pass., of places, to be inhabited, πάντα ὑπὸ βαρβάροισι νέμεται Id.7.158: abs., of a country, maintain itself, be constituted, Th.1.5,6. 2 hold sway over, manage, πόλιν Hdt. 1.59, 5.29; τὰς Ἀθήνας ib.71, etc.; λαόν Pi.O.13.27; πάντα A.Pr.526 (lyr.); ἀστραπᾶν κράτη ν. S.OT201 (lyr.); κράτη καὶ θρόνους ib.237, cf.Aj.1016; σύνοδον OGI50.3 (Ptolemais, iii B.C.); τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμεις S.Ph.393 (lyr.); οἴακα ν. wield, manage it, A.Ag. 802 (anap.); ἀσπίδ' εὔκυκλον ν. Id.Th.590; ἰσχὺν ν. ἐπὶ σκήπτροις support oneself on staves, Id.Ag.75 (anap.); ν. γλῶσσαν use the tongue, ib.685 (lyr.); ν. πόδα Pi.N.6.15: abs., hold sway, ὃς Συρακόσσαισι ν. Id.P.3.70. 3 hold, consider as... σὲ νέμω θεόν S.El.150 (lyr.), cf. 598, Tr.483, Aj.1331 (so in Pass., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται seems not to me fitly said, Simon.5.9): in Prose, προστάτην νέμειν τινά register as one's patron, Isoc.8.53, Hyp.Fr.21, Arist.Pol.1275a12; ἡγεμόνα ν. τινά Agatharch.Fr.Hist.17J.; ἀθλητῶν τοὺς μὴ νενεμημένους ἢ σεσωμασκηκότας unproved athletes, Plb. 6.47.8. IV call over, recite, S.Fr.144; = ἀναγινώσκω, Hsch. B of herdsmen, pasture, graze their flocks, drive to pasture, abs., ἐπῆλθε νέμων Od.9.233; [χώραν] ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν both for pasture and tillage, Pl.R.373d: c. acc., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Hdt.8.137; μῆλα E.Cyc.28, etc.; κτήνη πληγῇ ν. drive them afield with blows, Pl.Criti.109c, cf. Heraclit.11 (Pass.). 2 more freq. in Med., of cattle, feed, graze, Il.5.777, 15.631, Od.13.407, Hdt. 8.115, etc.: c. acc. loci, range over, ὡς λέαινα . . δρύοχα νεμομένα E.El. 1163 (lyr.); κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Pi.N.3.82: c. acc. cogn., feed on, νέμεαι . . ἄνθεα ποίης Od.9.449; νομάς Hdt.1.78; χλόην E.Ba.735; τὰ λευκὰ σήσαμα Ar.Av.159; of men, eat, S.Ph.709 (lyr.). b metaph., of fire, consume, devour, Il.23.177, Hdt.5.101; also τὸ ψεῦδος . . νέμεται τὴν ψυχήν Plu.2.165a. c Medic., abs., of ulcers, spread, ἐνέμετο πρόσω Hdt.3.133, cf. Thphr.HP9.9.5; of gangrene, prob. in D.S.17.103; of thrush, Asclep. ap. Gal.12.995; ἐπὶ μᾶλλον ν. Aret.CA1.9; ἐς τὸ εἴσω ν. ibid.; of a swelling, ὄγκος νεμόμενος Philum.Ven.17.1. II c. acc. loci, ὄρη νέμειν graze the hills [with cattle], X.Cyr.3.2.20:—Pass., [τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσί Id.An. 4.6.17. 2 metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν waste a city by fire, give it to the flames, Hdt.6.33:—Pass., πυρὶ χθὼν νέμοιτο were being devoured, wasted by fire, Il.2.780; πυρὶ νέμεται . . ἡ φάλαγξ Plu.Alex. 18. (Cf. OHG. neman 'take', Avest. n[schwa]mah- 'loan', Lith. nuoma 'rent', 'usury'.)
German (Pape)
[Seite 239] fut. νεμῶ u. Sp. νεμήσω, wie Long. 2, 23, νεμοῦμαι, Dem. 21, 203, νεμήσομαι, D. Hal. 4, 7, pass., App. B. C. 4, 3, aor. ἔνειμα, perf. νενέμηκα, aor. pass. ἐνεμήθην u. ἐνεμέθην, Dem. 36, 38 u. Sp., aor. med. ἐνειμάμην, auch ἐνεμησάμην, Hippocr., Clearch. bei Ath. XII, 541 c, s. Lob. zu Phryn. 742; – 1) austheilen, vertheilen; bei Hom. meist Speise und Trank, κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας, Od. 15, 140, vgl. 8, 470. 14, 436, κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς, Il. 9, 217, σῖτον δέ σφιν ἔνειμε, Od. 14, 449, μέθυ νεῖμον πᾶσιν, 7, 179; auch κύπελλα, 10, 357; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀνθρώποισιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 6, 188; Ζεὺς τὰ καὶ τὰ νέμει, Pind. I. 4, 58, vgl. P. 5, 55; νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι νέμει, 5, 64; δαίμοσι νέμει γέρα, zutheilen, Aesch. Prom. 229; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί, 292; νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις, Suppl. 398, öfter; ἣν τέκνοις μοῖραν πατρῴας γῆς διαίρετον νέμοι, Soph. Trach. 162; χέρνιβας, O. R. 240; οὐδὲν θεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι, zutheilen, Phil. 1009; τοῖς φίλοις τιμάν, Ai. 1330; auch αἵρεσιν, d. i. die Wahl lassen, 258; βροτοῖσι στόμα σαφέστατον νέμει, Eur. Or. 591, öfter; bes. Einem zutheilen, was ihm gebührt, θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων, Her. 6, 11. 109; θάνατον, Todesstrafe zuerkennen, Plat. Legg. IX, 863 a, öfter; μηδὲν πλέον νέμοντες τοῖς φίλοις ἢ τοῖς ἐχθροῖς, Gorg. 492 c; νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις, Prot. 320 d; νείματε δὲ πάντων τὸ μέρος καὶ τῷ, Xen. Cyr. 4, 5, 53; τρίποδες κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, von Fleisch, das schon zerschnitten, in Portionen vertheilt war, An. 7, 3, 21 (vgl. κριθῶν εἰς ἄλφιτα νεμηθέντων, zermahlen, Plat. Legg. VIII, 849 c; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη, in sehr viele Theile, Parmenid. 144 d); auch τὴν ἀξίαν ἑκάστοις νεῖμαι, ibid. 6, 4, 33, wie sonst ἀποδιδόναι, Folgde; τάξιν οὐκ ἔνεμον, wiesen keine Stelle an, Pol. 10, 29, 5; νείμας τὰ τῶν λαφύρων, die Beute vertheilen, 14, 7, 2. – Aus Verbindungen wie μεῖζον μέρος νέμοντος τῷ μὴ βούλεσθαι ἀληθῆ εἶναι, Thuc. 3, 3, eigentl. dem Wunsche einen größern Theil zuertheilen, d. i. mehr darauf geben, οἴκτῳ πλέον νέμοντες, 3, 48, wie auch Soph. ἁ' νὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν οὐ νέμειν ἐμοὶ φθίνοντι μοῖραν, Trach. 1228 u. 57, τῷ ὄχλῳ πλέον νέμεις, Eur. Hec. 868, νέμοντες τῷ φθόνῳ πλεῖον μέρος, Suppl. 241, entwickelt sich die Bdtg wofür halten, wofür nehmen, σὲ νέμω θεόν, ich halte dich für eine Gottheit, ehre dich, wie einen Gott, Soph. El. 147; μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594; φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω, Soph. Ai. 1310; ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν παῖδα τῆς τύχης νέμων, O. R. 1080, vgl. El. 538 u. O. C. 883; so Simonds. bei Plat. Prot. 339 c: οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται. Daher auch = wozu annehmen, προστάτην, Einen zum Schutzherrn annehmen oder erwählen, Isocr. 8, 53; Arist. pol. 3, 1; D. Hal. 2, 9; οἱ νενεμημένοι, die in die Liste Aufgenommenen, Pol. 6, 47, 8. – Med. Etwas unter sich vertheilen, bes. vom Erbgut, οὐσίαν ἐνείμαντο πρὸς ἀλλήλους, Is. 7, 5; πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην, Lys. 16, 10. 19, 46 u. sonst bei Rednern; νειμάσθων πρῶτον γῆν τε καὶ οἰκίας, Plat. Legg. V, 739 e. – 2) weiden, auf die Weide treiben, füttern, vom Hirten, Od. 9, 233; νέμουσι κατ' Ἴδαν ποίμνια, Eur. Rhes. 551; Cycl. 28; νέμειν τε καὶ ἀροῦν vrbdt Plat. Rep. II, 373 d; καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, Critia. 109 b, öfter; Sp., τὴν δάμαλιν, Luc. D. D. 3, 1; übertr., χόλον, wie auch wir sagen: den Zorn nähren, Soph. El. 171; auch τὰ ὄρη νέμειν, die Berge abweiden, mit dem Vieh beweiden, Xen. Cyr. 3, 2, 20; pass., τὸ ὄρος νέμεται αἰξί, An. 4, 6, 17; überte., πυρὶ νέμειν πόλιν, eine Stadt durch Feuer verwüsten, Her. 6, 33, wenn man nicht besser hier, die erste Bdtg festhaltend, übersetzt: die Stadt dem Feuer zuertheilen, Preis geben; vgl. aber πυρὶ χθὼν νέμεται, Il. 2, 780, u. die unten folgdn Beispiele. – Im med. weiden, vom Vieh, auf die Weide gehen, fressen, ἵπποις ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσθαι, Il. 5, 777, vgl. 15, 631 Od. 13, 407. 20, 164; auch ἄνθεα ποίης νέμεσθαι, abweiden, abfressen, Od. 9, 449; essen, τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες, Soph. Phil. 701; λέαινα δρύοχα νεμομένα, Eur. Alc. 1164; ἔφασαν νεμομένας τὰς ἵππους ἁρπαχθῆναι, Her. 8, 115; übertr., vom Feuer, um sich fressen und ergreifen, τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρός, 5, 101, und von einem bösartigen Geschwür, 3, 133, wie schon Hom. ἐν δὲ πυρὸς μένος ἧκε σιδήρεον ὄφρα νέμοιτο, Il. 23, 177. – 3) im med. bei Hom. oft mit dem accus., wie πατρώϊα πάντα νέμεσθαι, Od. 20, 336, vom Eigenthum, bes. liegenden Gründen od. Ackerbesitzungen, besitzen und genießen, wobei wohl mehr an die unter 2) erkl. Bdtg zu denken ist, als daran, daß man seinen rechtmäßigen Antheil besitzt; τεμένη νέμεσθαι, Od. 11, 185 Il. 12, 313, vgl. 6, 195. 20, 185, und ἔργα νέμεσθαι, 2, 751; Hes. O. 119. 233; ähnlich ἄλσεα νέμεσθαι, Il. 20, 8; mit Ortsnamen, Ἰθάκην, Ὑρίην u. vgl. , Od. 2, 167 Il. 2, 496. 531. 633, diese Orte innehaben, bewohnen. – Pind. Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, Ol. 9, 29, τοὺς ἀγροὺς νέμεαι, P. 4, 150, ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, sie genießen, Ol. 2, 73, ἁμέραν τὰν παρὰ Δί, N. 10, 56, auch ταπεινά, 3, 78; Tragg., Ἀσίας ἕδος νέμονται, οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, Aesch. Prom. 410. 420, κακὸν σκότον νέμονται, Eum. 72; εἰ πόλιν νεμοίμην ἀσφαλῆ, Eur. Rhes. 475. 700, vgl. Troad. 1088; öfter bei Her., γῆ, τὴν νέμονται Σκύθαι, das Land, welches die Scythen beweiden und überh. benutzen, bewohnen, 4, 11, πόλις, αἳ τὸν Ἄθων νέμον ται, 7, 22; τὸ τέμενος ἔσπειρε καὶ ἐνέμετο, 8, 116, wo die Beziehung auf das Weiden mehr hervortritt; von anderem Besitz, 4, 165, ἐξαίρετα πολλὰ ἐνέμοντο 5, 45, μέταλλα 7, 112, öfter; γῆν νέμεσθαι, für sich bebauen, Thuc. 1, 58. 2, 23, πόλιν, 1, 74. 84, ἐμπόρια καὶ μέταλλα, 1, 100; auch Sp., νέμεσθαι τὴν αὐτὴν χώραν τὸν πλείω χρόνον, Pol. 4, 32, 10. – Es findet sich aber auch das act. so gebraucht, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 2, 13, vgl. 11, 13; δαίμονές τε καὶ βροτοὶ Παλλάδος πόλιν νέμοντες, Aesch. Eum. 971; auch πρόσω τιμὰς νέμειν, Ehre haben, genießen, 717; Γᾶ, ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔ. χρυσον νέμεις, Soph. Phil. 393; daher auch = beherrschen, handhaben (vgl. νωμάω), ὁ πάντα νέμων Ζεύς, Aesch. Prom. 524, πραπίδων οἴακα νέμων, Ag. 776, ἀσπίδα, Spt. 572; Πεισίστρατος ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν, verwaltete, Her. 1, 59, vgl. 3, 39. 5, 29; οἱ πρυτάνις τῶν ναυκράρων, οἵπερ ἔνεμον τότε τὰς Ἀθήνας, 5, 71; μηδετέρους οἰκεῖν τὸ χωρίον, ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, Thuc. 5, 42; auch einzeln bei Sp., wie Strab. 11, 13, 11 von Frauen sagt ὅτι πλείστους νέμειν ἄνδρας.