οἶος
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
α (Ep. η), ον, Cypr. οἶϝος Inscr.Cypr.135.14 H. :—
A alone, lonely, freq. in Hom. and Hes., thrice in Pi., once in A., twice in S. (v. infr.) :—Special usages: 1 defined by the addition of other words, οἶ. ἄνευθ' ἄλλων Il.22.39 ; οἶ .... νόσφιν δεσποίνης Od.14.450 ; οὐκ οἶ., ἅμα τῷ γε . . not alone, but... Il.2.822, cf. Od.1.331, al. ; οἶ. ἐν ὄρφνᾳ Pi.O.1.71, cf. P.1.93 ; οἶ. (prob. cj.) ἐξέβης λαθών S.Fr.22 : neut. οἶον as Adv., γαστέρες οἶον naught but . ., Hes.Th.26 ; οἶον μὴ .. only let not... A.Ag.131 (lyr.) ; οὐ . . οἶον, ἀλλ' . . not only . ., but... IG3.171B22. 2 strengthd., εἷς οἶος, μία οἴη, one alone, one only, Il.4.397, 18.565, al. ; dual, δύ' οἴω 24.473, Od.14.94 : pl., δύ' οἴους 3.424 ; δύ' οἶαι 16.245. 3 sts. c. gen., οἴη γάρ ῥα θεῶν alone, the only one, of the gods, Il.11.74 ; τῶν οἶος ib.693 ; οἶος θεῶν Pi.Fr.93. 4 with a Prep., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν alone among the immortals, Il.1.398 ; οἶος μετὰ τοῖσι Od.3.362 : but οἶον ἀπ' ἄλλων alone from, apart from, 9.192 ; οἶον ἀπ' ἀνθρώπων 21.364 ; πῶς ἂν . . ἀπὸ σεῖο . . λιποίμην οἶ. ; Il. 9.438 ; οἶ. Ἀτρειδῶν δίχα clam Atridis, S.Aj.750. II single in its kind, unique, excellent, ὃς δέ μοι οἶ. ἔην... Ἕκτορα Il.24.499. (Cf. OPers. aiva- 'one': I.-E. oi-wo-, akin to oi-no-, v. οἴνη (B).)
Greek (Liddell-Scott)
οἶος: -η, -ον, ὡς τὸ μόνος ΙΙ, «μονάχος», ἑπομένως, κατάμονος, μονήρης, ἂν καὶ συχνάκις δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ μόνον δι’ ἐπιρρήμ. «μόνον», συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· τρὶς παρὰ Πινδ., ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλῳ, καὶ δὶς παρὰ Σοφ. (ἴδε κατωτ.), πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 743· ὡσαύτως εὕρηται ἔν τισι μεθ’ Ὅμηρον συνθέτοις, οἰοβώτης, οἰόζωνος, οἰονόμος, οἰόφρων. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐνισχυομένης τῆς ἐννοίας καὶ προσδιοριζομένης δι’ ἄλλων λέξεων, οἶος ἄνευθ’ ἄλλων Ἰλ. Χ. 39· οἶος ..., νόσφιν δεσποίνης Ὀδ. Ξ. 450· - μετ’ ἀρνήσ., οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε ..., συχνὸν παρ’ Ὁμήρ.· οἶος ἐν ὄρφνᾳ Πινδ. Ο. 1. 115· οἶος ἐξέβης λαθὼν Σοφ. Ἀποσπ. 23· - οὐδ., οἶον, ὡς ἐπίρρ., οἶον, μηδέ τις ἄλλος ἅμα ... ἴτω Ἰλ. Ω. 148· γαστέρες οἶον, μόνον γαστέρες, Ἡσ. Θ. 26· οἶον μὴ .., Λατ. modo ne ..., μόνον νὰ μή..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. 2) ἐπιτεταμένον: εἶς οἶος, μία οἴη, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ὡς τὸ εἶς μόνος· ὡσαύτως ἐν τῷ δυϊκῷ, δύο οἴω Ἰλ. Ω. 473, Ὀδ. Ξ. 94· καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο οἴους, δύο οἶαι Γ. 424. 3) ἐνίοτε μετὰ γεν., οἴη γάρ ῥα θεῶν, μόνη, ἡ μόνη μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Λ. 74· τῶν οἶος αὐτόθι 693· οἶος θεῶν Πινδ. Ἀποσπ. 93. 4) μετὰ προθ., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, μόνη μεταξὺ τῶν λοιπῶν θεαινῶν, Ἰλ. Α. 398· οἶος μετὰ τοῖσι Ὀδ. Γ. 362· ἀλλά, οἶος ἀπ’ ἄλλων, χωριστά, χωρίς, Ὀδ. Ι. 192· οἶος ἀπ’ ἀνθρώπων Φ. 364· πῶς ἂν .. ἀπὸ σεῖο ... λιποίμην οἶος; Ἰλ. Ι. 438· οὕτως, οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, clam Atridis, Σοφ. Αἴ. 750. ΙΙ. ὡς τὸ μόνος ΙΙΙ, μόνος εἰς τὸ εἶδος του, μοναδικός, ὃς δέ μοι οἶος ἦν ..., Ἕκτορα Ἰλ. Ω. 499. (Συγγενὲς τῷ ἴος, ἴα, = εἷς, μία· ὡσαύτως τῷ Λατ. unus, πρβλ. οἴνη). - Ἴδε περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ οἶος Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 110 κἑξ.