Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιζάφελος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζάφελος Medium diacritics: ἐπιζάφελος Low diacritics: επιζάφελος Capitals: ΕΠΙΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epizáphelos Transliteration B: epizaphelos Transliteration C: epizafelos Beta Code: e)piza/felos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. -λῶς (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) vehe mently,furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as Adv., ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.

German (Pape)

[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².

English (Autenrieth)

raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].