παρέξ
From LSJ
English (LSJ)
or πάρεξ,
A v. παρέκ.
German (Pape)
[Seite 516] oder πάρεξ, s. παρέκ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρέξ: ἢ πάρεξ, ἴδε ἐν λ. παρέκ.
French (Bailly abrégé)
v. παρέκ.
Étymologie: παρά, ἐξ.
English (Autenrieth)
along past, close by, Od. 5.439, Il. 11.486; met., εἰπεῖν, ἀγορεύειν, away from the point, evasively; ‘different from this,’ Od. 14.168; as prep., w. gen., outside of; w. acc., beyond, away from, along beyond, Od. 12.276 ; παρὲκ νόον, ‘contrary to reason,’ ‘foolishly,’ Il. 20.133, Il. 10.391 ; παρὲξ Ἀχιλῆα, ‘without the knowledge of Achilles,’ Il. 24.434.
see παρέκ.
Greek Monolingual
ΜΑ, πάρεξ Ν
εκτός, παρεκτός (α. «ποίος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ ὁταν ξαπλωθή;», Σολωμ.
β. «παρὲξ ὁδοῡ», Ομ. Ιλ.
γ. «πάρεξ τοῡ ἀργύρου χρυσόν», Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξ].