διατμήγω

Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

aor. 1 διέτμηξα: aor. 2 διέτμᾰγον:—Pass., aor. 2 -τμάγην [μᾰ] (v. infr.):—Ep. for διατέμνω,

   A cut in twain, ἔνθα διατμήξας .. then having cut [the Trojan host] in twain .., Il.21.3; νηχόμενος . . λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.2.81 (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι A.R.1.628); Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ. distinguish him from the Sun, Call.Fr.48:—Pass., διέτμαγεν (3pl. aor. 2 for -τμάγησαν) ἐν φιλότητι they parted friends, Il.7.302: abs., they parted, 1.531, Od.13.439; also, they were scattered abroad, Il. 16.354.

German (Pape)

[Seite 607] = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.

Greek (Liddell-Scott)

διατμήγω: ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ διατέμνω, κόπτω εἰς δύο, ἔνθα διατμήξας…, τότε διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος λαῖτμα διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ κῦμα. Ὀδ. Η. 276· λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., διακρίνω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., διέτμαγεν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· ὡσαύτως, διεσκορπίσθησαν μακράν, Ἰλ. Π. 354.

French (Bailly abrégé)

ao. διέτμηξα, ao.2 διέτμαγον;
1 couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);
2 séparer ; Pass. se séparer : ἐν φιλότητι IL avec des sentiments d’amitié ; abs. se séparer.
Étymologie: διά, τμήγω.

English (Autenrieth)

aor. inf. διατμῆξαι, aor. 2 διέτμαγον, aor. 2 pass. διετμάγην, 3 pl. διέτμαγεν: cut apart, cleave, separate; διατμήξᾶς, sc. Τρῶας, Il. 21.3; fig., νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον, η 2, Od. 5.409; freq. pass. as dep., τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν, ‘parted,’ Il. 1.531.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτμᾰγον Od.7.276, sigm. διέτμαξα Theoc.8.24, en v. pas. διετμάγην Opp.H.1.289, 3a plu. διέτμᾰγεν Il.7.302]
I tr., en v. act.
1 c. ac. de cosa cortar en pedazos, trocear κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ διατμήξας cortando en trocitos con el agudo bronce un gran pan de cera, Od.12.174, cf. Opp.H.1.318, Q.S.14.76, κρέα μηρῶν ... δ. Nonn.D.5.22
cortar por la mitad, partir en dos, seccionar (νῆα) ... ὕδωρ πνοιή τε διέτμαγεν A.R.3.343, (δέμας) οὔ κε ... διατμήξειε σίδηρος Opp.C.2.529, cf. Q.S.8.319, AP 5.217 (Paul.Sil.), c. dat. instrum. ὄρχατον ἀμπελόεντα ... σιδήρῳ Q.S.8.279, cf. Nonn.D.21.153, c. giro prep. μέσσην ὁρμιὴν ὑπ' ὀδοῦσι Opp.H.3.146
cortar el agua, surcar ἐγώ γε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409, Call.Fr.399.1, fig. Λευκοῦ πεδίοιο ... κονίην Nonn.D.10.76
cortar la tierra, hender, arar ἀρούρας Orac.Sib.14.314, tb. en v. med., A.R.1.628
c. ac. de pers. herir ἐπεὶ κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν Theoc.l.c., cf. A.R.3.1047, Nonn.D.14.397.
2 c. ac. de plu. o colect. dividir en dos o más partes, escindir al ejército enemigo Il.21.3, AP 14.44, Nonn.D.25.66, 28.242, las naves Od.3.291
separar físicamente dos o más pers. o elementos ἀμφοτέρους δὲ διέτμαγε AP 5.218 (Agath.), c. ac. y gen. Φαέθων ... Ἄρηα διατμήγων Ἀφροδίτης el Sol que separa a Ares de Afrodita de los planetas a que se consagraron las puertas de Tebas, Nonn.D.5.82
fig. distinguir Ἀπόλλωνα ... Ἠελίοιο χῶρι ... καὶ εὔποδα Δηωίνην Ἀρτέμιδος Call.Fr.302.
3 c. ac. de resultado abrir ὦλκα Mosch.2.81, βαιὰ θύρετρα Paul.Sil.Soph.719.
II intr., en v. med.-pas.
1 hacerse pedazos, desgarrarse σανίδες δὲ διέτμαγεν ... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς los batientes saltaron en pedazos ... por la violencia de la piedra, Il.12.461, διατμαγὲν ἕρκος ref. al caparazón del cangrejo, Opp.H.1.289.
2 separarse ἐν φιλότητι διέτμαγεν Il.7.302, cf. 1.531, Od.13.439, tb. en v. act. Ἅρπυιαι δ' Ἶρίς τε διέτμαγον A.R.2.298, cf. 3.1147, Nonn.D.7.108.
3 dispersarse ὑπὲκ μήλων ... αἵ τ' ἐν ὄρεσσι ... διέτμαγεν Il.16.354.