Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηρύομαι

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρύομαι Medium diacritics: μηρύομαι Low diacritics: μηρύομαι Capitals: ΜΗΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mērýomai Transliteration B: mēryomai Transliteration C: miryomai Beta Code: mhru/omai

English (LSJ)

[ῡ], Dor. μᾱρ- Theoc. (v. infr.): aor. ἐμηρῡσάμην:—

   A draw up, furl, ἱστία μηρύσαντο Od.12.170, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr.761; μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.    2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op.538.    b wind off thread, LXX Pr.31.13, Luc.Herm.47.    3 in Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.    II Act. is found in pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.

Greek (Liddell-Scott)

μηρύομαι: Δωρ. μᾱρ-Θεόκρ.: ἀόρ. ἐμηρῡσάμην· ἀποθ. Συστέλλω, ἱστία μηρύσαντο Ὀδ. Μ. 170: σωρεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889: ἀνασύρω, ναύται δ’ ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, Σοφ. Ἀποσπ. 699· μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Ὀππ. Κυν. 1. 50· μ. πείσματα, σχοίνους Ἀνθολ. Π. 10. 2 καὶ 5. 2) ἐν τῷ ὑφαίνειν, κρόκα ἐν στήμονι μηρύομαι, ἐνυφαίνω τὸ ὑφάδι εἰς τὸ στημόνι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· - ἀκολούθως, τυλίσσω κλωστήν, Λουκ. Ἑρμότ. 47. 3) μηρύομαι, φαίνεται ὡς Παθ. ἐν Θεοκρ. 1. 29, κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, τυλίσσεται περὶ τὰ χείλη, τὴν ἄκραν. - Λέξις Ἐπικ., ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐκμηρύομαι. [ῡ εἰς ἅπαντας τοὺς χρόνους, μηρῡοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889· μηρῦσαντο Ὀδ., κτλ.].

French (Bailly abrégé)

impf. ἐμηρυόμην, f. inus., ao. ἐμηρυσάμην, pf. inus.
rouler : ἱστία OD enrouler des voiles.
Étymologie: DELG étym. douteuse.

English (Autenrieth)

aor. μηρύσαντο: draw up, furl by brailing up; ἱστία, Od. 12.170†. (See cut No. 5, an Egyptian representation of a Phoenician ship.)

Greek Monolingual

μηρύομαι και δωρ. τ. μαρύομαι (Α)
1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρωιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.)
2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής
3. υφαίνω
4. εξάγω φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος.