μενεδήιος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek (Liddell-Scott)
μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.
English (Autenrieth)
(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.
Greek Monolingual
μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].