σπείρω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Aeol. σπέρρω Sch.D.T.p.117 H., EM300.19: Ion. impf.
A σπείρεσκον Hdt.4.42: fut. σπερῶ E.El.79, Pl.Phdr.276d; Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec.202: aor. ἔσπειρα A.Th.754 (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti.41c: pf. ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1, etc.:—Med., aor. inf. σπείρασθαι A.R.3.1028; aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—Pass., fut. σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14, (δια-) D.S.17.69: aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT1498, Th.2.27: pf. ἔσπαρμαι E.HF 1098, Ar.Ra. 1206, Pl.Lg.693a, etc.:— sow, I sow seed, c. acc., [κέγχρους] Hes.Sc.399; σῖτον Hdt.4.17; στάχυν E.Cyc.121; of Cadmus, σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba.264 (so in Med., σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028): abs., sow, Hes.Op.391; opp. θερίζω, Ar.Av.710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.); καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr.260d; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.16: prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σ. Pl.Lg.838e; σ. κατὰ πετρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf. σπέρμα 1.1), Luc.Am. 20. 2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj.1293, Tr.33, E.Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 (Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα σ. Pl.Lg.841d:—Pass., spring or be born, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT1498, cf. E.Ion 554 (troch.), Pl.R.460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα . . σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S. 3 scatter like seed, strew, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107; σ. φλόγα Trag.Adesp.85; of liquids, scatter or sprinkle, ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr.167; spread abroad, extend, σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13; spread rumour, σ. ματαίαν βάξιν S.El.642; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr.653:—Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ . . πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; τόξα δ' ἔσπαρται πέδῳ E.HF1098; of persons, ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27; ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22; κατὰ χώραν ib.6.2.17; ἔσπαρται λόγος E.Fr.846 ap.Ar.Ra.1206. II sow a field, νειόν Hes.Op.463; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ἄρουραν A.Fr.158; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; τυχεῖν μὲν ἤδη 'σπαρμένα Ar.Pax 1140; ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Din.1.24: prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph., καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V.1044; σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg.777e; τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d. 2 of procreation, ματρὸς . . σ. ἄρουραν A.Th.754; σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; σ. λέχη Id.Ion64; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2.
German (Pape)
[Seite 919] = ἑλίσσω, nur bei Gramm., um σπεῖρα abzuleiten. fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Ueberh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προσεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.
Greek (Liddell-Scott)
σπείρω: Αἰολ. σπέρρω˙ Α. Β. 663, Ἐτυμολ. Μέγ. 300. 19˙ Ἰων. παρατ. σπείρεσκον Ἡρόδ. 4. 42˙ μέλλ. σπερῶ Εὐρ. Ἠλ. 79, Πλάτ.˙ Αἰλ. σπέρσω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 202˙ - ἀόρ. ἔσπειρα Εὐρ., Πλάτ.˙ - πρκμ. ἔσπαρκα Πολύαιν. 2. 1, 1, κτλ. - Μέσ., ἀόρ. σπείρασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ ἀόρ. β΄ σπαρέσθαι ἢ σπερέσθαι Πολύαιν. 8. 26. - Παθ., μέλλ. σπᾰρήσομαι Ἑβδ., (δια-) Διόδ. 17. 69˙ ἀόρ. ἐσπάρην [ᾰ] Σοφ. Ο. Τ. 1498, Θουκ. 2. 27˙ (οἱ τύποι σπαρθήσομαι, ἐσπάρθην διορθοῦνται ἤδη ἐν Ζαχ. 14. 2, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 17)˙ - πρκμ. ἔσπαρμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206, Πλάτ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ ἢ ΣΠΕΡ˙ πρβλ. σπαρῆναι, ἔσπαρμαι, σπαρτός, σπέρμα). «Σπέρνω»: Ι. σπείρω σπόρον, ῥίπτω σπόρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ μετ’ αἰτιατ., κέγχρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 399˙ σῖτον Ἡρόδ. 4. 17˙ στάχυν Εὐρ. Κύκλ. 121˙ πρβλ. Κάδμος, σπ. γηγενῆ στάχυν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 204˙ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπείρασθαι ὀδόντας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ - ἀπολ., ἀντίθετον τῷ θερίζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ - μεταφορ., θερ. καὶ σπ. ταῖς γλώσσαις, ἐπὶ τῶν δῶρα δεχόμενων ῥητόρων, αὐτόθι 1697˙ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 260D αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4˙ - παροιμ., σπ. ἐς πέτρας τε καὶ λίθους Πλάτ. Νόμ. 838Ε˙ σπ. κατὰ πετρῶν, κατὰ θάλασσαν, κτλ., Λουκ. Ἔρωτ. 20, κτλ. 2) σπείρω τέκνα, Σοφ. Αἴ. 1293, Τρ. 33, κτλ.˙ οἱ σπείραντες, οἱ γονεῖς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145. 5, πρβλ. 713. 3˙ σπ. ἄθυτα, παλλακῶν σπέρματα Πλάτ. Νόμ. 841D. - Παθ., φύομαι ἢ γεννῶμαι, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη Σοφ. Ο. Τ. 1498, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 554, Πλάτ. Πολ. 460Β˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) διασκορπίζω ὡς σπόρον, διασπείρω, σκορπίζω, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Ἡρόδ. 7. 107˙ σπ. φλόγα Τραγικ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 14˙ ἐπὶ ὑγρῶν, διασκορπίζω, ῥαντίζω, περιρραίνω, ἐκ τευχέων σπ. δρόσον Εὐρ. Ἀνδρ. 167˙ - ἐξαπλώνω ἔξω, ἐκτείνω, σπ. ἀγλαΐαν νόσῳ Πινδ. Ν. 1. 16˙ ἐπὶ φήμης, σπ. ματαίαν βάξιν, ὡς ὁ Οὐεργίλ. spargere voces, Σοφ. Ἠλ. 642˙ μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα, μὴ ὁμίλει μετ’ ἀδιακρισίας περί ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 585. - Παθ., διασκορπίζομαι, ἐσπαρμένος ... κατὰ πόλιν, περὶ τῆς τέφρας τοῦ Σόλωνος τῆς διασκορπισθείσης ἀνὰ τὴν Σαλαμῖνα, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 5˙ ἔγχη τόξα τ’ ἔσπαρται πέδῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098˙ ἐπὶ προσώπων, ἐσπάρησαν καθ’ Ἑλλάδα Θουκ. 2. 27˙ ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 22˙ κατὰ χώραν αὐτόθι 6. 2, 17˙ ὡσαύτως, ἔσπαρται λόγος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206. ΙΙ. σπείρω ἀγρόν τινα, νειὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461˙ γῆν, πεδιάδα, τέμενος Ἡρόδ. 4. 42., 9. 116, 122˙ ἄρουραν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155˙ ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, τὸ ἀρόσιμον μέρος τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 77˙ τυχεῖν μὲν ἤδη ‘σπαρμένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1140˙ ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Δείναρχ. 93. 14˙ - παροιμ., πόντον σπείρειν, ἐπὶ ματαίου κόπου, Θέογν. 106, 107˙ - μεταφορ., σπ. κοινοτάταις διανοίαις Ἀριστοφ. Σφ. 1044˙ σπ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Πλάτ. Νόμ. 777Ε. 2) ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ματρὸς ... σπ. ἄρουραν Αἰσχύλ. Θήβ. 754˙ σπ. τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18˙ σπ. λέχη ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 64˙ ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
f. σπερῶ, ao. ἔσπειρα, pf. ἔσπαρκα;
Pass. ao. ἐσπάρην, pf. ἔσπαρμαι;
I. semer : σῖτον, καρπόν HDT du blé, des graines de fruit ; p. suite :
1 ensemencer : γῆν HDT une terre ; σπ. ἄρουραν ESCHL ensemencer le champ d’où naîtront les enfants;
2 engendrer, produire;
II. répandre comme de la semence, disséminer, éparpiller : χρυσόν HDT de l’or ; δρόσον EUR répandre de l’eau en aspergeant ; Pass. être répandu : κατὰ τὴν Ἑλλάδα THC à travers la Grèce ; εἰς ἁρπαγήν XÉN pour piller ; fig. répandre des paroles.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. lat. spargo.
English (Slater)
σπείρω
1 sow met. σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (Beck e Σ: ἔγειρέ νυν codd.) (N. 1.13)