ἑός

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑός Medium diacritics: ἑός Low diacritics: εός Capitals: ΕΟΣ
Transliteration A: heós Transliteration B: heos Transliteration C: eos Beta Code: e(o/s

English (LSJ)

ἑή, ἑόν, dat. written εἱῷ [ -] Maiist.10; Boeot. ἱός Corinn. Supp.2.73; possess.Adj.of 3 pers.sg.,

   A his, her own, Hom., Pi., Dor., Thess. (IG9(2).250); not in Att. Prose (unless in A.Fr.350 the word is Plato's), dub. in Trag., E.El.1206 (lyr.):—τὸν ἑόν τε Πόδαργον his own Podargus, Il.23.295; strengthd., ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ in his own inmost soul, 10.204; ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες his own labourers, Od.4.643.    II after Hom.(also v.l. Il.1.393, al.), of other persons,    1 as Adj. 3 pers. pl., their, Hes.Op.58, Pi.P.2.91, freq. in later Ep., as Batr.103, A.R.1.1113, etc.    2 in Alex. Poets, = ἐμός, A.R.2.226.    3 also, = σός, Batr.23, A.R.2.634, 3.140, Theoc.17.50.    4 = ἡμέτερος, A.R.4.203.    5 = ὑμέτερος, Id.2.332, 3.267, AP7.730 (Pers.), Q.S.1.468. (I.-E. sewo-, Lat. suus; cf. ὅς.)

German (Pape)

[Seite 892] ή, όν, ion. u. ep. = ὅς, sein, ihr, Hom. u. sp. D.; auch Eur. El. 1206; verstärkt: ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες, seine eigenen Taglöhner, Od. 4, 643; ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ, in seinem eignen Gemüthe, Il. 10, 204, was später ἑαυτοῦ. – Bei Hes. O. 58 = σφέτερος, u. so öfter bei sp. Ep., wie Ap. Rh. Auch = ἐμός, Ap. Rh. 1, 285. 2, 226; = σός, 2, 634. 3, 140 u. öfter; Theocr. 17, 50; Mosch. 4, 77 u. a. sp. D.; = ἡμέτερος, Ap. Rh. 4, 203; = ὑμέτερος, 2, 332. 3, 267; vgl. Wolf proleg. CCXLVII ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἑός: ἑή, ἑόν, Ἐπικ. ἀντὶ ὅς, ἥ, ὅν, (ἕ, ἕο, οὗ): - κτητικὴ ἀντων. τοῦ γ΄ ἑνικ. προσ. αὐτοῦ, αὐτῆς αὐτοῦ. Λατ. suus, Ὅμ., ὡσαύτως παρὰ Πινδ., καὶ Δωρ.· οὐδέποτε ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ καὶ μόνον δὶς ἢ τρὶς παρὰ τοῖς Τραγ., δηλαδὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281 (Ἰαμβ.), Εὐρ. Ἠλ. 1206 (λυρ.), Σοφ. Ἠλ. 1075 (ἂν παραδεχθῶμεν τὴν τοῦ Δινδορφίου διόρθωσιν, τὸν ἑὸν πότμον... στενάχουσα, ἀντὶ τὸν ἀεὶ πατρός... στενάζουσα, δηλ. τὸν ἀεὶ χρόνον στενάζουσα διὰ τὸν ἑαυτῆς πατέρα, ἴδε σημ. Jebb)· τὸν ἑόν τε Πόδαργον Ἰλ. Ψ. 295· ἐπιτεταμένον, ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ, Λατ. suo ipsius, animo, K. 204· ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες Ὀδ. Δ. 643: - (ἐντεῦθεν τὰ μεθ’ Ὅμηρ. ἑαυτοῦ, αὑτοῦ). - Δὲν εἶναι δὲ ἁπλῶς ἀντανακλωμένη, ἀλλ’ ἀντιστοιχεῖ πρός τε τὸ ejus τῆς Λατ. καὶ τὸ suus. II. μεθ’ Ὅμηρ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἄλλων προσώπων, 1) ὡς ἀντων. κτητ. τοῦ γ΄ πληθ. προσ. ἀντὶ σφέτερον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, Πινδ. Π. 2. 169, καὶ συχνὰ παρὰ μεταγν. Ἐπικ. ὡς ἐν Βατραχομυομ. καὶ Ἀπολλ. Ροδ., ἴδε Ruhnk Ep. Cr. 178. 2) παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς προσέτι = ἐμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 226. 3) ὡσαύτως = σός, ὁ αὐτὸς Β. 634., Γ. 140, Θεόκρ. 17. 50. 4) = ἡμέτερος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 203. 5) = ὑμέτερος, ὁ αὐτὸς Β. 332., Γ. 267. - παρομοία σύγχυσις προσώπων παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ὅς, ἥ, ὅν, καὶ σφεῖς, ἔτι καὶ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐν τῷ σφέτερος, παρ’ Ἡσ., καὶ παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ ἑαυτοῦ· πρβλ. Wolf Proleg. σ. ccxlvii, κἑξ. - Περὶ τοῦ ἐάων, ἴδε ἐν λ. ἐΰς.

French (Bailly abrégé)

ἑή, ἑόν;
épq. et dor. (rar. ion. ou trag.);
1 c. ὅς, pron. poss. ou réfl. de la 3ᵉ pers. son, sa ; renforcé par αὐτοῦ : ἑῷ αὐτοῦ θυμῷ IL dans son propre cœur ; ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες OD ses propres serviteurs;
2 p. ext. pron. réfl. de la 2ᵉ pers. sg. : ton, ta.
Étymologie: th. ἑ-, cf. οὗ.

English (Autenrieth)

(σϝός, cf. suus), gen. ἑοῦ, ἑοῖο, ἑῆς: his, her, own; seldom w. art., Il. 23.295, Il. 10.256; strengthened by gen. of αὐτός, ἑοὶ αὐτοῦ θῆτες, his own, Od. 4.643.