ἐξάρχω

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρχω Medium diacritics: ἐξάρχω Low diacritics: εξάρχω Capitals: ΕΞΑΡΧΩ
Transliteration A: exárchō Transliteration B: exarchō Transliteration C: eksarcho Beta Code: e)ca/rxw

English (LSJ)

   A begin, take the lead in, initiate, c. gen., Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51; μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19, Il.18.606; ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc.205; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25; πτολέμω Corinn.26; ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15; παιᾶνος Plu.Lyc.22; δόγματος Id.Galb.8, etc.:—Med., κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339.    2 c. acc., βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273; χορούς h.Hom.27.18; ἐ. παιήονα Archil.76; ᾠδάν Theoc.8.62; παιᾶνα X.Cyr.3.3.58 (so in Med., 4.1.6):—Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ἐξῆρχες S.El.557; μολπὰν . . οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr.152 (lyr.).    3 teach, οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν ἄλλοις τε ἐξάρχοντες Pl.Lg.891d; ἐ. ὅρκον dictate .., E.IT743: also, = διδάσκω 111, οἱ -οντες τὸν διθύραμβον Arist.Po.1449a11.    4 hold office, Polem.Cyn.18; rule, c. gen., Eustr in EN2.32.    5 c. part., ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362.

German (Pape)

[Seite 873] anfangen, beginnen; μολπῆς Od. 4, 19; γόοιο Il. 18, 51;ἀοιδῆς Hes. Sc. 203; mit dem acc., βουλάς τ' ἐξάρχων ἀγαθάς, heilsamen Rath zuerst geben, ll. 2, 273; χορούς H. h. Dian. 18; πρὸς αὐλὸν παιήονα Archil. bei Ath. V, 180 d, διθύραμβον frg. 38; ἐξάρχετε φωνῇ Pind. N. 2, 25; εἰ δέ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγοις ἐξῆρχες Soph. El. 547, wenn du mich zuerst anredetest; ὄρκον Eur. I. T. 743 u. öfter; in Prosa, τινί, Jemandem vorangehen womit, Plat. Legg. X, 891 d; πετροβολίας, mit Steinwerfen anfangen, Xen. An. 6, 6, 15; παιᾶνα Hell. 2, 4, 17 u. öfter; aber παιᾶνος Plut. Rom. 26 Lyc. 22; δόγματος, angeben, Galb. 8. – Med., den Anfang machen, κακῆς ἐξήρχετο βουλῆς Od. 12, 339; δεθλεύων Ap. Rh. 1, 365; κανᾶ, die Körbe zum Beginn des Opfers weihen, Eur. I. A. 435. – Bei Sp. = ἄρχω, Anführer sein, τινός, Ios. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρχω: μέλλ. -ξω, ἀρχίζω τι, κάμνω ἔναρξίν τινος, Λατ. auclor esse, μετὰ γεν., Θέτις δ’ ἐξῆρχε γόοιο Ἰλ. Σ. 51· μολπῆς ἐξάρχοντος (ἐνν. τοῦ ἀοιδοῦ) Ὀδ. Δ. 19· ἐξῆρχον ἀοιδῆς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 205· ἐξάρχετε φωνῇ (ἐνν. τῆς μολπῆς) Πινδ. Ν. 2, ἐν τέλει· ἐξ. πετροβολίας Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15· παιᾶνος Πλουτ. Λυκ. 22· δόγματος Πλουτ. Γάλβ. 8, κτλ.: - οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, κακῶς ἐξήρχετο βουλῆς Ὀδ. Μ. 339. 2) μετ’ αἰτ., βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθὰς Ἰλ. Β. 273· ἐξ. παιήονα Ἀρχίλ. 71· ᾠδὰν Θεόκρ. 8. 62· τὸν διθύραμβον Ἀριστ. Ποιητ. 4, 14· ἐξ. ὅρκον ὑπαγορεύειν... Εὐρ. Ι. Τ. 743· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ἐξάρχου κανᾶ ὁ αὐτ. Ι. Α. 435· ἐξῆρχεν αὖ ὁ Κῦρος παιᾶνα τὸν νομιζόμενον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58· ἀποτείνω, σπονδὰς τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι καὶ παιᾶνα ἐξάρχεσθαι, αὐτόθι 4. 1, 6· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτιατ., εἰ δέ μ’ ὧδ’ ἀεὶ λόγους (διάφ. γραφ. λόγοις) ἐξῆρχες, οὐκ ἂν ἦσθα λυπηρὰ κλύειν Σοφ. Ἠλ. 557· μολπάν... ἐξῆρχον θεοὺς Εὐρ. Τρῳ. 152. 3) εἰσηγοῦμαι, οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν ἄλλοις τε ἐξάρχοντες Πλάτ. Νόμοι 891D. 4) μετὰ μετοχ., ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 362.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξῆρχον, f. ἐξάρξω;
1 mettre en train, donner le signal : γόοιο IL des gémissements ; μολπῆς OD entonner un chant ; παιᾶνος PLUT, παιᾶνα XÉN entonner le péan ; ὅρκον EUR dicter un serment;
2 prendre l’initiative de : βουλάς IL de résolutions ; τινα λόγοις ἐξάρχειν SOPH adresser le premier la parole à qqn;
Moy. ἐξάρχομαι mettre en train : κακῆς βουλῆς τινι OD donner un mauvais conseil à qqn ; ἐξάρχειν κανᾶ EUR préparer les corbeilles pour commencer le sacrifice.
Étymologie: ἐξ, ἄρχω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐξῆρχε, mid. -ήρχετο: begin, lead off; μολπῆς, γόοιο, Il. 18.606, 316; w. acc., βουλάς, ‘be the first to propose,’ ‘author of,’ Il. 2.273; mid., Od. 12.339 (see ἄρχω).