δόλιος

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλιος Medium diacritics: δόλιος Low diacritics: δόλιος Capitals: ΔΟΛΙΟΣ
Transliteration A: dólios Transliteration B: dolios Transliteration C: dolios Beta Code: do/lios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): —

   A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε . . δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δ. χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60 W. Adv. -ίως Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.

German (Pape)

[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.

English (Autenrieth)

(δόλος): deceitful, deceiving. (Od.)

English (Slater)

δόλῐος
   1 devious δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14)